ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΤΖΙΑΝΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ |
Η κοινότητα είναι αχώριστη από την παράδοση, αλλά, λόγω της αποποίησης του παραδοσιακού στοιχείου που ενέχει ο εκσυγχρονισμός, δεν μπορούμε να αναζητήσουμε λύσεις στα τρέχοντα κοινωνικά προβλήματα ανατρέχοντας στην παράδοση. Δεν μπορούμε, συνεπώς, να επιστρέψουμε στην κοινωνία των πολιτών με την παραδοσιακή της μορφή. 0 λόγος είναι ότι, κατά γενική παραδοχή, η κοινωνία των πολιτών κοινοτικής μορφής ήταν συνέπεια κοινωνικών διευθετήσεων που δεν υφίστανται πλέον. 0 Τοκβίλ εξέφραζε μια ευρύτερα παραδεδεγμένη άποψη όταν περιέγραφε την παρακμή της κοινοτικής υπευθυνότητας υπό το κράτος των επιθέσεων του παράφορου εγωισμού, ο οποίος προσέφερε το θέαμα απομονωμένων ατόμων «με κύρια ενασχόληση την απόκτηση ευτελών και ασήμαντων απολαύσεων, με τις οποίες γεμίζουν τη ζωή τους». Ο εγωισμός διαφέρει από την ενσυνείδητη ταυτοποίηση του εγώ, διαδικασία που ούτε πηγάζει ούτε οδηγεί σε αυτόν. Η προαγωγή της «κοινωνικής ανταπόκρισης» (κατά την οποία το άτομο επιλέγει τις πληροφορίες που αφορούν την πορεία της ζωής του και βάσει των πληροφοριών αυτών αποφασίζει πώς θα ενεργήσει) σημαίνει ότι το άτομο δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιλέγει διαρκώς και οι επιλογές αυτές είναι τα καθοριστικά στοιχεία της ύπαρξης του. Χωρίς παραδόσεις, ο άνθρωπος εξαναγκάζεται σε «συγγραφή της ίδιας του της βιογραφίας» για να συντηρήσει τη συνοχή της ατομικής του ταυτότητας. Αυτό όμως επιτυγχάνεται μόνον μέσω αλληλεπίδρασης με άλλους, οδηγώντας αναπόφευκτα σε νέες μορφές αλληλεγγύης. Καίριο στοιχείο εδώ είναι η δημιουργία εμπιστοσύνης ή «ενεργούς εμπιστοσύνης». Το πρόβλημα της κοινωνικής αλληλεγγύης πρέπει να εξεταστεί με δεδομένο την εξαφάνιση του «πολιτιστικού κατακερματισμού», δηλαδή των πολιτιστικών στοιχείων εκείνων, που όφειλαν τη διατήρηση τους στη γεωγραφική απομόνωση. Οι τοπικές κοινότητες σε ένα τέτοιο σύστημα λειτουργούσαν με βάση τον αποκλεισμό, τη διαφοροποίηση των «εντός» απο τους «εκτός». Η ιδιαίτερη τους ταυτότητα βασιζόταν στις παραδόσεις που υπαγόρευαν η οικογένεια και το γένος. Όσοι προσδίδουν στον όρο «κοινότητα» μόνο θετική έννοια θα έπρεπε να μη λησμονούν τους εγγενείς περιορισμούς ενός τέτοιου συστήματος. Οι παραδοσιακές κοινωνίες μπορεί να είναι, και συνήθως ήταν πάντα, καταπιεστικές. Η κοινότητα, ως μηχανική έκφραση αλληλεγγύης προς τα μέλη της, συνθλίβει την ατομική αυτονομία και εξασκεί μεγάλες πιέσεις προς την κατεύθυνση του κονφορμισμού. Τυχόν επιστροφή στον πολιτιστικό κατακερματισμό θα κατέληγε σε αυξημένες πιθανότητες κοινωνικής αποσύνθεσης - στο αντίθετο, δηλαδή, αποτέλεσμα από εκείνο που επιδιώκουν οι θιασώτες της αναβίωσης της κοινωνίας των πολιτών. Η αναβίωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, εάν θέλει να είναι επιτυχής, θα πρέπει να συμβαδίσει με την αναγνώριση της σημασίας της αυτονομίας και του εκδημοκρατισμού καθώς και της αυταξίας της «κοινωνικής ανταπόκρισης». Ένα τέτοιο σύστημα θα έπρεπε να αναγνωρίζει την αξία όχι μόνο των δικαιωμάτων, αλλά και των υποχρεώσεων μας. Η συναίσθηση της ατομικής υποχρέωσης καθοριστικής σημασίας, διότι εξυπονοεί μια επαφή με τις ανάγκες των άλλων και συμβάλλει, επίσης, στη διαχρονική διατήρηση των δεσμών με τους άλλους. Ας εξετάσουμε πώς η εμπιστοσύνη, οι υποχρεώσεις και η αλληλεγγύη μπορούν να διαπλέκονται σε διάφορες πτυχές της ιδιωτικής ζωής: στις σεξουαλικές σχέσεις, στην οικογένεια, στη φιλία και στη συγγένεια. Στη μετα-παραδοσιακή τάξη πραγμάτων, η εμπιστοσύνη στις διαπροσωπικές σχέσεις εξαρτάται από την εκ προοιμίου αποδοχή της ακεραιότητας του άλλου. Βασίζεται στον «ενάρετο κύκλο» της παραδοχής της διαφοράς. Η βαθμιαία προσέγγιση δύο ανθρώπων, η στήριξη του ενός από τον άλλο προϋποθέτουν τη μεταχείριση της διαφοράς αυτής ως «γλώσσας» για την πρόκληση συναισθηματικού διαλόγου. Αυτή είναι η «έμπρακτη εμπιστοσύνη» σε αντιπαραβολή με την παθολογική εξάρτηση, που είναι δείγμα μιας δυστυχισμένης σχέσης. Η εμπιστοσύνη προς τους άλλους δημιουργεί αλληλεγγύη στο χρόνο και στο χώρο: όταν ο άλλος αποδειχθεί άξιος της εμπιστοσύνης μας, η αλληλεξάρτηση αυτή μεταβάλλεται σε συναίσθηση αμοιβαίας υποχρέωσης. Η συναισθηματική οικειότητα δεν υποκαθιστά την κοινότητα, ούτε πρόκειται για εκφυλισμένη μορφή της. Είναι το μέσο ανάπτυξης και επέκτασης του ευρύτερου συναισθήματος του κοινοτισμού. Η συναίσθηση της υποχρέωσης, όταν βασίζεται στην έμπρακτη εμπιστοσύνη, συνεπάγεται την αμοιβαιότητα. Οι υποχρεώσεις είναι δεσμευτικές διότι είναι αμοιβαίες, εξάλλου σ' αυτό έγκειται και η δύναμη τους. Το πλέγμα που δημιουργούν οι υποχρεώσεις ισχύει σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων σχέσεων. Πρέπει να τονίσουμε πως αυτή η υποχρέωση βασίζεται στη γνωστοποίηση της διαφοράς, συνεπάγεται αναγνώριση της ακεραιότητας του άλλου. Η υποχρέωση δεν δημιουργείται από την ύπαρξη δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα που εμπεριέχονται σε μια σχέση είναι παράγοντες καθορισμό της προσωπικής αυτονομίας, δεν είναι κατάλογος υποχρεώσεων προς τον άλλον. Εχθρός της υποχρέωσης είναι η ηθική δειλία, διότι θεωρεί ανταλλάξιμη την ακεραιότητα του άλλου. Οι υποχρεώσεις εξισορροπούν τις σχέσεις όσο τηρείται ο κανόνας της αμοιβαίας αποδοχής της ακεραιότητας. Στον ευρύτερο στίβο της πολιτικής και της παγκόσμιας τάξης, η έμπρακτη εμπιστοσύνη είναι εχθρός των άκρων, στο μέτρο που προκύπτει από το διάλογο με εκείνους που είναι διαφορετικοί: πρόκειται για τη διαδικασία που αποκαλώ «διαλογική δημοκρατία». Ερχόμαστε τώρα στην έννοια της «ένωσης πολιτών». Πρόκειται για μια σχέση που εξαρτάται από τη διαχείριση της κοινοτικής κατάστασης την οποία ρ Ιταλός στοχαστής Τζιανμπατίστα Βίκο προσδιορίζει ως «σχέση μεταξύ ανθρώπων», σε αντιδιαστολή με τη «διαδικαστική» σχέση που προκύπτει από στοιχεία που έχουν μεταξύ τους λειτουργική ή αιτιακή σχέση. Είναι μια σχέση συνειδητοποιημένη, που υφίσταται και ευδοκιμεί στο μέτρο που οι κανόνες της είναι γνωστοί και γίνονται παραδεκτοί από τους εμπλεκόμενους σε αυτήν. Κατά τον Βίκο. η ένωση πολιτών δεν είναι μια οργανική, εξελικτική, τελεολογική ή λειτουργική σχέση, αλλά μια σχέση συνειδητοποιημένων συντελεστών. Δεν είναι, με άλλα λόγια, η ολοκλήρωση του κοινοτισμού - και εδώ εστιάζονται οι κίνδυνοι που προκαλούν οι ξενοφοβίες ή οι εθνικισμοί. Η κοινοτική κατάσταση δεν είναι ούτε αγορά που είναι μορφή «συνεταιρικής ένωσης» ούτε, πάλι, προσωπική κατάσταση αγάπης ή συμπάθειας. Η ένωση των πολιτών ερμηνεύεται ως σύμπραξη ατόμων που αποδέχονται την ιδιότητα του πολίτη ως παράγοντα αμοιβαίας σχέσης η οποία καθορίζεται από την αναγνώριση μιας κοινής πρακτικής που απαρτίζεται από κανόνες. Εδώ θα ήθελα να τονίσω πως η ένωση των πολιτών δεν ισοδυναμεί με κοινότητα και ότι η εύρυθμη λειτουργία της εξαρτάται από μια «συνειδητοποιημένη σχέση» που συνεπάγεται αποχή της συμβίωσης. Η κοινοτική κατάσταση στη μετα-παραδοσιακή τάξη πραγμάτων οφείλει εν πολλοίς στον Τζων Ντιούη, την έκφραση της συμπαθέστερης εκδοχής της. Η δημοκρατία ισχυρίστηκε ο Ντιούη, απαιτεί για την επιβίωση της μια νοοτροπία «κοινωνικής γενναιοδωρίας». «Η αποδοτικότητα της οργάνωσης των πολιτών εξασφαλίζεται από τη δυνατότητα συμμετοχής στο δούναι και λαβείν της καθημερινότητας». Η ένωση των πολιτών, σύμφωνα με την παραπάνω ερμηνεία, εξαρτάται από τη «θετική εκτίμηση της διαφοράς», όχι όμως και από τη δημιουργία μιας κατάστασης έμπρακτης εμπιστοσύνης που διέπει τις προσωπικές σχέσεις. Υπάρχει, επίσης, ενδογενής σχέση μεταξύ της ένωσης των πολιτών και της κοσμοπολίτικης στράτευσης σε ομάδες, ιδέες και σχέσεις άσχετες προς τις προσωπικές αναφορές και τις κρατικές παραμέτρους. Η Νέα Δεξιά ισχυρίζεται πως η κοσμοπολίτικη θεώρηση είναι ο φυσικός εχθρός της ανάληψης δέσμευσης και της αποδοχής υποχρεώσεων. Ο κοσμοπολιτισμός, για τους επικριτές του, είναι μια στάση όπου τα πάντα γίνονται δεκτά και, κατά συνέπεια, τίποτα δεν έχει αξία. Γιατί, όμως, να μην προσεγγισθεί ο κοσμοπολιτισμός -μια γενικότερη, πιο παγκοσμιοποιημένη ιδέα της ένωσης πολιτών- σχεδόν αντίθετα; Η κοσμοπολίτικη στάση δεν επιμένει στην ισοτιμία των αξιών, τονίζει όμως την ευθύνη των ατόμων και των ομάδων ως προς τις ιδέες και τις συνήθειες τους. Ο κοσμοπολίτες δεν είναι αυτός που απαρνείται τις υποχρεώσεις, δεν είναι ντιλετάντης: είναι εκείνος που συναρθρώνει τη φύση των υποχρεώσεων αυτών και αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις των επιλογών του σε όσους πρεσβεύουν διαφορετικές αξίες. Ο κοσμοπολιτισμός ως νοοτροπία και θεσμοποιημένο φαινόμενο αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας στο εσωτερικό του κράτους και τις πλανητικότερες μορφές αλληλεπίδρασης μεταξύ κρατών και άλλων οργανισμών. Η ένωση πολιτών, με τη σειρά της, αποτελεί προϋπόθεση ύπαρξης του κοσμοπολίτικου κράτους, μιας κατάστασης δηλαδή η οποία (εξ ορισμού) δεν αποτελεί την κοινότητα, αλλά συντίθεται από ανθρώπους που μοιράζονται μια «συνειδητοποιημένη σχέση». Η διπρόσωπη εικόνα του εθνικισμού ως σύγχρονου Ιανού προέρχεται από το ότι τοποθετείται στο κενό μεταξύ ένωσης πολιτών και κράτους, που, στην περίπτωση αυτή, εκλαμβάνεται ως κοινότητα με την ιδιαίτερη της «προσωπικότητα». Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο το ότι στη μετα-παραδοσιακή εποχή μας, ο εθνικισμός ταυτίζεται με τους επιθετικούς αρχεγονισμούς και γίνεται αποδεκτός από το νεοφασισμό καθώς και από άλλα μισαλλόδοξα κινήματα. Η διαλογική δημοκρατία, σε περισσότερο πλανητικό επίπεδο, θα πλησίαζε την ένωση πολιτών εάν επεκτεινόταν η επιρροή της κοσμοπολίτικης δημοκρατίας. Χωρίς έναν πλανητικό πολίτη, ο διάλογος σε κοσμοπολίτικο πλαίσιο θα ήταν ασαφής και περιορισμένης εμβέλειας - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα είχε συνέπειες για την παγκόσμια κοινωνία. Ο διεθνής στίβος είναι προφανέστατα το καταλληλότερο πεδίο διεξαγωγής διαλόγου, με σκοπό τη δημιουργία και συντήρηση ενεργού εμπιστοσύνης. |