ΥΔΡΟΒΟΡΑ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Αριθμοί & Λύσεις για την κατασπατάληση του νερού |
Της Μαίρης Βιταλιώτου Μέχρι και 40% (!) περισσότερο νερό από αυτό που απαιτείται σπαταλάει η ελληνική γεωργία, σύμφωνα με στοιχεία που αποκαλύπτει έρευνα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα, η ζήτηση του νερού στη χώρα μας ανέρχεται σε 8.243hm3, εκ των οποίων το 83,4% (ήτοι 6.833 hm3) χρησιμοποιείται στην άρδευση. Το εύλογο ερώτημα είναι αν πράγματι η υψηλή αυτή κατανάλωση αρδευτικού νερού είναι απαραίτητη. Με άλλα λόγια, αν συντελεί στην αποδοτικότητα βρισκόμενη σε συμφωνία με τις ανάγκες της γεωργίας, ή αν απλώς πρόκειται για υπεράντληση ως αποτέλεσμα της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Το σημαντικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στην ανισορροπία μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης των αρδευόμενων εκτάσεων (2% κάθε χρόνο, δηλαδή 240.000 στρέμματα το χρόνο) και των έργων αξιοποίησης επιφανειακών υδάτων (καλύπτουν λιγότερο από το 1% των νέων αρδευόμενων εκτάσεων κάθε χρόνο). Οι καλλιέργειες που αρδεύονται καταλαμβάνουν περίπου 14 εκατ. στρέμματα, τα μισά από τα οποία αρδεύονται μέσω συλλογικών αρδευτικών έργων και τα άλλα μισά από ιδιωτικά αρδευτικά έργα, κυρίως μέσω γεωτρήσεων. Και στις δύο περιπτώσεις οι αγρότες δεν πληρώνουν το νερό με το οποίο ποτίζουν τα χωράφια όσο πραγματικά αξίζει. Μάλιστα, στη περίπτωση που η άρδευση γίνεται από γεώτρηση, τον αγρότη επιβαρύνει μόνο το κόστος του πετρελαίου για τη λειτουργία της γεώτρησης και μόνο αυτό μπορεί κάπως να μειώσει τη σπατάλη, γιατί κατά τα άλλα το νερό που αντλείται όσο και να είναι αυτό, δεν κοστίζει τίποτα. Και στην περίπτωση όμως που η άρδευση γίνεται από συλλογικά αρδευτικά δίκτυα, ελάχιστο είναι το κόστος του νερού για τον χρήστη. Η πιο διαδεδομένη πρακτική είναι οι αγρότες να πληρώνουν ένα συμβολικό ποσό ανά καλλιεργούμενο στρέμμα και όχι ανάλογα με τη συνολική ποσότητα του νερού που πράγματι ξοδεύουν. Στον Τύρναβο, για παράδειγμα, το κόστος του νερού είναι 25 ευρώ ανά στρέμμα τον χρόνο, στον κάμπο της Κωπαΐδας από 8,80 έως 14,67 ευρώ το στρέμμα και στην περιοχή που αρδεύεται από τον Πηνειό της Ηλείας η άρδευση κοστίζει από 8-25 ευρώ το στρέμμα. Σημαντικοί παράγοντες για την αποδοτική άρδευση αποτελούν ο τρόπος μεταφοράς του νερού και ο τρόπος που αρδεύονται οι καλλιέργειες. Στα συλλογικά αρδευτικά έργα δεν χρησιμοποιούνται ευρέως αποδοτικές αρδευτικές τεχνικές: τα κλειστά δίκτυα χρησιμοποιούνται σε ποσοστό περίπου 65% και η στάγδην άρδευση σε ποσοστό μόνο 10%, ενώ ακόμα ποτίζουν με «κανόνια» τις καλλιέργειες. Στα ιδιωτικά δίκτυα τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ υψηλά: 95% για τα κλειστά δίκτυα και 44% για την στάγδην άρδευση. Το αποτέλεσμα είναι το νερό που καταναλώνεται στα συλλογικά αρδευτικά είναι 1.000 - 1.700 κυβικά μέτρα ανά στρέμμα το χρόνο, ενώ στα ιδιωτικά αρδευτικά η κατανάλωση νερού δεν ξεπερνά τα 500 κυβικά μέτρα. Άλλο σημαντικό θέμα στην άρδευση αποτελεί και η προέλευση του νερού: στα συλλογικά αρδευτικά πηγές τροφοδοσίας του νερού είναι κυρίως τα ποτάμια που το νερό τους ανανεώνεται ετήσια, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά δίκτυα που εκμεταλλεύονται χωρίς κανένα περιορισμό πολύτιμα υπόγεια αποθέματα που δημιουργήθηκαν σε βάθος χρόνου, με αποτέλεσμα την σοβαρή υποβάθμιση τόσο της ποσότητας του νερού, όσο και της ποιότητας του. Ακόμη οι απώλειες γενικά κατά τη μεταφορά και διανομή του νερού φτάνουν και το 50%, ενώ υπάρχουν και πρόσθετες απώλειες εξαιτίας του γεγονότος ότι η άρδευση γίνεται όταν επικρατούν ακατάλληλες συνθήκες (πχ το μεσημέρι) και σε καμιά περίπτωση οι χρήστες δεν επιβαρύνονται με το περιβαλλοντικό κόστος ούτε με το κόστος των φυσικών πόρων. Είναι γνωστό ότι εξαιτίας της έλλειψης σχεδιασμού της άρδευσης οι αγρότες αρδεύουν εμπειρικά και για να αισθάνονται ασφάλεια τείνουν πάντοτε να αυξάνουν την ποσότητα νερού άρδευσης. Σύμφωνα με την έρευνα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, το νερό που χρησιμοποιείται για το βαμβάκι στη Θεσσαλία υπερβαίνει κατά 21,2 - 35,6% τις πραγματικές ανάγκες άρδευσης. Στην καλλιέργεια καλαμποκιού αντίστοιχα, οι ποσότητες νερού που χρησιμοποιούνται υπερβαίνουν το 38,6 - 48% των αναγκαίων, ενώ η πατάτα ποτίζεται με περισσότερο νερό κατά 57,1 - 66,7% απ' ό,τι χρειάζεται. Όλα τα παραπάνω συντείνουν στην ακατάλληλη άρδευση που συνεπάγεται σοβαρά προβλήματα ρύπανσης, όπως είναι η νιτρορύπανση που έχει τοπικό χαρακτήρα και επικεντρώνεται σε ζώνες όπου ασκείται εντατική γεωργία με αζωτολιπάνσεις, και η υφαλμύρωση των παράκτιων περιοχών εξαιτίας της υπεράντλησης νερού από τις γεωτρήσεις. Η ρύπανση καθιστά τα νερά ακατάλληλα για χρήση, ακόμα και αν πρόκειται για άρδευση, μειώνοντας πρακτικά τα διαθέσιμα υδάτινα αποθέματα. Έτσι η Αργολίδα, η Δυτική Μεσσηνία, η Ηλεία στην Πελοπόννησο, η λεκάνη του Μαραθώνα και το Θριάσιο Πεδίο, ο κάμπος της Θεσσαλίας, η λίμνη Παμβώτιδα η λεκάνη της Άρτας, περιοχές των λιμνών Κορώνειας και Κερκίνης, παρουσιάζουν λόγω της γεωργίας αυξημένες τιμές νιτρικών κυρίως στα υπόγεια νερά. Σημαντικό πρόβλημα υφαλμύρωσης αντιμετωπίζει το Αργολικό Πεδίο (στο οποίο η θάλασσα έχει διεισδύσει σε βάθος 6-7 χιλιομέτρων), επίσης η Κορινθία, η δυτική Μεσσηνία, η Ανατολική Αττική και η Κρήτη. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη καλλιέργεια του βαμβακιού, η οποία παρότι είναι υδροβόρα εξακολουθεί να προτιμάται από τους αγρότες, σε αντίθεση με τις επιταγές της νέας ΚΑΠ. Έτσι στη Κεντρική Μακεδονία οι βαμβακοκαλλιέργειες αποτελούν το 14% των συνολικών καλλιεργειών, στην Ανατολική Μακεδονία το 27% και στη Θεσσαλία το 51%. Συνολικά η Ελλάδα παράγει 1.253.288 τόνους βαμβάκι το χρόνο, δηλαδή το 2,3% της παγκόσμιας παραγωγής. Αυτή η τακτική είναι ολέθρια για τους υδάτινους πόρους της Ελλάδας, δεδομένου ότι οι ανάγκες άρδευσης του βαμβακιού φτάνουν τα 707 mm νερού ετησίως, από τις οποίες τα 160 mm μόνο καλύπτονται από τη βροχόπτωση ενώ τα υπόλοιπα 547 mm από την άρδευση. Παράλληλα η λίπανση των βαμβακοκαλλιεργειών έχει σαν αποτέλεσμα 5.263 τόνοι αζώτου να καταλήγουν στα υδάτινα σώματα κάθε χρόνο προκαλώντας σοβαρή νιτρορύπανση. Πρέπει να τονιστεί ότι, στην αναπτυγμένη γεωργία το σημαντικότερο πρόβλημα στην απώλεια της παραγωγή είναι η έλλειψη σε νερό, για το λόγο αυτό παγκοσμίως γίνεται προσπάθεια για καλλίτερη διαχείριση του νερού άρδευσης. Σε εθνικό επίπεδο, οικονομία στο νερό άρδευσης μπορεί να απελευθερώσει σημαντικές ποσότητες νερού για άλλες χρήσεις. Ποιες είναι όμως οι λύσεις που με την εφαρμογή τους θα μειωθεί η κατανάλωση νερού για άρδευση στο 70%, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών; εκσυγχρονισμός των αρδευτικών δικτύων και των μεθόδων άρδευσης όπως η εφαρμογή της στάγδην άρδευσης, δηλαδή το πότισμα με σταγόνες κοντά στη ρίζα του φυτού που αποτελεί επιταγή της περιορισμός των γεωτρήσεων μέσω προγραμματισμού και συντονισμού βάση του διαθέσιμου υδατικού δυναμικού και των καταναλώσεων στην ίδια υδρολογική λεκάνη. Συνολικά στη χώρα μας υπάρχουν 290.000 γεωτρήσεις που η αριθμητική κατανομή τους δεν έχει καμία σύνδεση με το χώρο και τις ανάγκες, ούτε ακολουθεί κάποιο σχεδιασμό αγροτικής ανάπτυξης. έργα για την αποταμίευση των επιφανειακών υδάτινων πόρων και τον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορέων γνώση των αναγκών των καλλιεργειών σε νερό που σημαίνει έρευνα πρώτα στον επιστημονικό τομέα και στη συνέχεια διάδοσή της στον αγροτικό κόσμο αναδιάρθρωση των καλλιεργειών με προώθηση καλλιεργειών/ποικιλιών μειωμένων υδατικών αναγκών. χρέωση του νερού σύμφωνα με τον καταναλισκόμενο όγκο Εργαλείο στη προσπάθεια αυτή μπορεί να αποτελέσει η εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο για το Νερό 2000/60 που έχει έντονη την περιβαλλοντική διάσταση. Εισάγει το περιβαλλοντικό κόστος, το κόστος φυσικών πόρων και την ολοκληρωμένη διαχείριση σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης. Στο πλαίσιο αυτό η χρήση προηγμένων τεχνολογιών άρδευσης, η ανακύκλωση νερού και η μείωση των απωλειών αποτελούν σημαντικά βήματα για την αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργεί η άρδευση στους διαθέσιμους υδατικούς πόρους, αλλά και μετριασμό των επιπτώσεων που επιφέρει η κλιματική αλλαγή. Πηγή: Έρευνα Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Α. Καραμάνου, Ν. Δέρκα και Π. Παπαστυλιανού) The water footprint of cotton consumption- An assessment of the impact of worldwide consumption of cotton products on the water resources in the cotton producing countries, A.K. Chapagain, A.Y. Hoekstra, H.H.G. Savenije, R. Gautam, ECOLOGICAL ECONOMICS 60 (2006) 186 - 203 Δεδομένα: USDA/NOAA (2005), FAOSTAT (2004), IFA et al. (2002). Μαίρη Βιταλιώτου Υπεύθυνη τομέα Διαχείρισης και Προστασίας Υδάτινων Πόρων Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS |