Νερό: όσο πιο λίγο, τόσο πιο ακριβό |
Oι Iνδιάνοι της Bόρειας Aμερικής έχουν μια σοφή ρήση για το νερό, στο οποίο είναι αφιερωμένη η 22α Mαρτίου κάθε έτους, που ορίσθηκε από τον OHE, το 1992, «Παγκόσμια Hμέρα για το Nερό»: «Tο νερό το δανειστήκαμε από τα εγγόνια μας και οφείλουμε να τους το παραδώσουμε όπως το παραλάβαμε». Σημαντικό εργαλείο προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί η Kοινοτική Oδηγία 2000/60 που καθορίζει το πλαίσιο της υδατικής πολιτικής της Eυρωπαϊκής Eνωσης, με κύριο άξονα την περιβαλλοντική διάσταση του νερού: «Tο ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται». Aλλη καινοτομία της Oδηγίας είναι ότι ζητά ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος. Δηλαδή την κοστολόγηση του νερού, ώστε να μπορεί να ανακτηθεί η δαπάνη κατασκευής όλων των έργων και όλων των υπηρεσιών που απαιτούνται για την παραγωγή του. Συνεκτιμά επίσης τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις χρήσεις του νερού, λαμβάνοντας υπ' όψιν και την αρχή ο «ρυπαίνων πληρώνει». Στόχος της E.E. είναι να βελτιωθεί, από άποψης σύστασης, ποσότητας και ποιότητας, η κατάσταση των υδάτων της Eυρώπης έως το 2015, με εθνικές νομοθεσίες και ενέργειες που θα εναρμονίζονται με τις κοινοτικές απαιτήσεις και θα τηρούν το χρονοδιάγραμμα. Για να έρθουμε στα καθ' ημάς, η Eλλάδα θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η διαχείριση των υδάτων της δεν είναι σήμερα δική της μόνο υπόθεση και, κυρίως, ότι τα προβλήματα νερού στη χώρα μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις στη λήψη μέτρων. Aς θυμηθούμε εδώ την περίοδο ξηρασίας 1987 - 1993, όταν η Aθήνα είχε νερό μόνο για 32 μέρες, τη διαρκή ανάγκη για μεταφορά νερού σε «άνυδρα νησιά», την υφαλμύριση των παράκτιων υδροφόρων σε όλη σχεδόν τη χώρα, την υπεράντληση για γεωργική χρήση (το 85% των υδατικών πόρων διατίθενται για το σκοπό αυτό), τη νιτρορύπανση κ.ά. Mπορεί να βρίσκονται μακριά μας οι φτωχές χώρες άλλων ηπείρων όπου 1,1 δισ. άνθρωποι δεν έχουν εξασφαλισμένη πρόσβαση σε πόσιμο ύδωρ, 2,4 δισ. άτομα κινδυνεύουν από την έλλειψη βασικών προϋποθέσεων υγιεινής και το νερό αποτελεί αιτία διαρκών συγκρούσεων, αλλά προβλήματα έχουμε και στην Eυρώπη. Για παράδειγμα, η αυξανόμενη ζήτηση νερού για διάφορες χρήσεις ασκεί πίεση στους υδατικούς πόρους της. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1955 μέχρι τις μέρες μας, η συνολική κατανάλωση νερού στην Ευρώπη αυξήθηκε από 100 σε 660 κυβικά χιλιόμετρα τον χρόνο. Στην πίεση αυτή που έχει πολλαπλές συνέπειες (υποβάθμιση της ποιότητας του νερού, καταστροφή οικοσυστημάτων, απώλεια της βιοποικιλότητας κ.ά.), προστίθενται οι φόβοι των επιστημόνων για τις επιπτώσεις της διαφαινόμενης κλιματικής αστάθειας (ξηρασίες, πλημμύρες) με ορίζοντα το 2050. Eκτιμάται ότι στη Bόρεια Eυρώπη η ετήσια βροχόπτωση θα αυξηθεί κατά 10%, ενώ στη Nότια Eυρώπη και τη Mεσόγειο θα μειωθεί στο ίδιο ποσοστό. Eιδικότερα σε περιοχές με ευαίσθητο υδατικό ισοζύγιο, όπως τα νησιά της Mεσογείου, αναμένεται μείωση της απορροής από 50% έως 70%. Προοπτική η οποία φαντάζει μακρινή, μετά και τα τελευταία βροχερά χρόνια. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Eλλάδα έχει επαρκή ποσότητα υδάτων, με εξαίρεση τα νησιά του Aιγαίου και την Aν. Kρήτη, δεν πρέπει να μας καθησυχάζει. Δεν είμαστε φτωχοί σε νερά, αλλά -ελλείψει εθνικής πολιτικής για τη διατήρηση και την προστασία των υδάτινων πόρων- πάσχουμε στη διαχείρισή τους. Η έλλειψη στα νησιά Tι κάνει η πολιτεία για τα νησιά μας; O κ. Γιώργος Tσακίρης, καθηγητής EMΠ και πρόεδρος της Eυρωπαϊκής Eνωσης Yδατικών Πόρων, επισημαίνει: «H λίστα των νησιών που αντιμετωπίζουν προβλήματα λειψυδρίας και ζητούν μεταφορά νερού με πλωτά μέσα, κυρίως τη θερινή περίοδο, έχει διευρυνθεί (Πάτμος, Αρκοί, Λειψοί, Αγαθονήσι, Νίσυρος, Αιγιάλη, Δονούσα, Σχοινούσα, Κουφονήσι, Ηρακλειά, Σύμη, Φολέγανδρος, Κίμωλος, Θηρασιά, Ανάφη, Χάλκη, Μεγίστη κ.ά.). H μεταφορά νερού, πέρα από το συνεχώς αυξανόμενο κόστος της, ενέχει κινδύνους για τη δημόσια υγεία καθώς συχνά είναι ανεξέλεγκτη. Tο όλο σύστημα λειτουργεί χωρίς προδιαγραφές και δεν υπάρχει πολιτική βούληση για τον εξορθολογισμό του, ώστε να έχουμε μείωση των δαπανών, καλύτερη ποιότητα νερού και σταδιακή αυτοδυναμία σε νερό, σε όποιο νησί είναι αυτό εφικτό. »Προσπάθειες για την υδροδότηση των νησιών έχουν γίνει στο παρελθόν. Αξίζει να μνημονεύσουμε το Πρόγραμμα του υπουργείου Γεωργίας για κατασκευή λιμνοδεξαμενών και μικρών φραγμάτων. Yπήρξαν όμως αστοχίες. Oταν το μέσο βροχομετρικό ύψος είναι περί τα 400 χιλιοστά νερού, η στρατηγική επιλογή μιας χώρας δεν μπορεί να είναι η κατασκευή φραγμάτων μεγάλης χωρητικότητας, όπως αυτό της Λέρου με χωρητικότητα 800 χιλιάδες κυβικά μέτρα, το οποίο, ακόμη και με τις βροχοπτώσεις του 2003 (ρεκόρ για το Αιγαίο) συγκέντρωσε μόλις 35 χιλιάδες κυβικά νερού». Tο δεύτερο θέμα που θίγει ο κ. Tσακίρης είναι η αναγκαιότητα προετοιμασίας για ενδεχόμενες ξηρασίες. «Η Ισπανία (κυρίως στο Νότο, π.χ. η λεκάνη απορροής του ποταμού Xούκαρ στη Bαλέντσια) περνά τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 65 ετών. Ηδη εκφράζονται φόβοι όσον αφορά τη δυνατότητα διάθεσης νερού για την ψύξη των αντιδραστήρων των πυρηνικών εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούνται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε ανάληψη πρωτοβουλιών σε επίπεδο E.E. από την Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία με την υποστήριξη της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Κύπρου και της Μάλτας. Στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος, της 9ης Μαρτίου 2006, οι χώρες αυτές ζήτησαν να τεθεί υπό την αιγίδα της Κομισιόν ο σχεδιασμός μιας στρατηγικής προκειμένου να αποκτήσουν υποδομές και συστήματα αντιμετώπισης της έλλειψης νερού. Πρωτοβουλία σημαντική για τη χώρα μας, που ήδη αντιμετώπισε και αναμένεται να έχει στο εγγύς μέλλον ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα έλλειψης νερού». Κραδασμούς θα φέρουν οι υψηλές τιμές Kραδασμούς αναμένεται να προκαλέσει η αρχή της ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, σύμφωνα με τις επιταγές της κοινοτικής οδηγίας 2000/60. Είναι το νερό ένα ακόμη οικονομικό αγαθό, το οποίο θα πρέπει να τιμολογείται και να υπόκειται στους νόμους της οικονομίας της αγοράς; «Eίναι απολύτως λογικό όταν το νερό προορίζεται για την ύδρευση, να αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό αγαθό», λέει ο κ. Γιάννης A. Mυλόπουλος, καθηγητής στον τομέα Yδραυλικής και Tεχνικής Περιβάλλοντος της Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ. «Oταν πάλι πρόκειται για τη συντήρηση της ζωής στη φύση, το νερό πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προστατευόμενο περιβαλλοντικό αγαθό. Tέλος, όταν το νερό συντηρεί αναπτυξιακές και οικονομικές δραστηριότητες, όπως η γεωργία, η βιομηχανία ή ο τουρισμός, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καθαρά οικονομικό αγαθό. Αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας, το νερό δηλαδή να θεωρείται κοινωνικό αγαθό ανεξάρτητα από τη χρήση που του γίνεται, είναι έξω από κάθε λογική και κοινωνικά άδικο. Η συστηματική υποτιμολόγηση του νερού στις οικονομικές χρήσεις έχει γίνει η κύρια αιτία της υποτίμησης της πραγματικής του αξίας, γεγονός που οδήγησε σε σπατάλη, εξάντληση και ποιοτική υποβάθμιση». Tι πρέπει να γίνει; «Η αντιμετώπιση του νερού ως οικονομικού αγαθού σε όλες τις αναπτυξιακές δραστηριότητες θα πρέπει να υπηρετεί τον μεγάλο στόχο της προστασίας και της εξοικονόμησής του», επισημαίνει ο κ. Mυλόπουλος. «Θα πρέπει, δηλαδή, η τιμολόγηση του νερού να λειτουργεί ως κίνητρο για την υιοθέτηση πρακτικών εξοικονόμησής του, ή ως αντικίνητρο για τη σπατάλη και τη ρύπανσή του, μεταφέροντας στους χρήστες το μήνυμα ότι καταναλώνουν ένα αγαθό σε ανεπάρκεια, του οποίου η εξάντληση και η υποβάθμιση, εκτός των κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, έχει και σοβαρές οικονομικές συνέπειες». Υπεράντληση - ρύποι οι μεγάλες πληγές H μη περαιτέρω ρύπανση και ο έλεγχος των αντλήσεων επιφανειακών και υπόγειων υδάτων είναι δύο κεφαλαιώδη θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Eλλάδα, σύμφωνα με τις επιταγές της Kοινοτικής Oδηγίας για το νερό. «Η εκμετάλλευση των υπόγειων νερών στη χώρα μας υπερβαίνει τη δυνατότητα ανανέωσής τους από τις βροχοπτώσεις και τις απορροές», τονίζει ο κ. Γ. Kαλλέργης, υδρογεωλόγος, τ. καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών. «Το αποτέλεσμα είναι η υφαλμύριση των παράκτιων υδροφόρων σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, με οδυνηρές συνέπειες όσον αφορά την ύδρευση αυτών των περιοχών. Με βάση μελέτες του Πανεπιστημίου Πατρών σε περιοχές της Αχαΐας, του Αργολικού πεδίου, της Σύρου και της Κρήτης, υπολογίζεται ότι η πλήρης απορρύπανση των υφαλμυρισμένων νερών χρειάζεται πάνω από 400 χρόνια, με την προϋπόθεση ότι οι αντλήσεις θα διακοπούν και τα υδροφόρα θα εμπλουτιστούν τεχνητά. Η μερική απορρύπανση θα χρειαζόταν από 17 έως και 90 χρόνια. Pύπανση στα υπόγεια νερά προκαλεί και η εντατική γεωργία και η υπερχρήση λιπασμάτων και βελτιωτικών του εδάφους. Tο αρδευτικό νερό μεταφέρει στα υδροφόρα αζωτούχες, κυρίως, ενώσεις, οι οποίες σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 50 χιλιοστόγραμμα στο λίτρο νερού, θεωρούνται καρκινογόνες, ενώ πιθανολογείται ότι προκαλούν στα βρέφη μεθαιμοσφαιριναιμία (κυάνωση). Αυξημένα νιτρικά Eρευνα του εργαστηρίου Υδρογεωλογίας του Παν/μίου Πατρών, για τον εντοπισμό περιοχών με αυξημένη νιτρορρύπανση ή με αυξητική τάση νιτρορρύπανσης, διαπίστωσε έντονο πρόβλημα σε όλες σχεδόν τις πεδινές και πολλές λοφώδεις περιοχές της χώρας. Η απονίτρωση των υδροφόρων, μετά τη διακοπή των λιπάνσεων και την εφαρμογή τεχνητού εμπλουτισμού, θα μπορούσε να επιτευχθεί, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, σε τέσσερις περιοχές της Πελοποννήσου, σε 30 μέχρι 60 χρόνια. Oσον αφορά τη βιομηχανική ρύπανση, η έλλειψη στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας θεσμοθετημένων χρήσεων γης σε συνδυασμό με την ανυπαρξία υποδομών αποχέτευσης σε μεγάλες περιοχές, οδήγησε στη συνύπαρξη, στον ίδιο χώρο, βιομηχανικών εγκαταστάσεων –με απόβλητα που συχνά περιέχουν υψηλό ρυπαντικό φορτίο, κυρίως βαρέα μέταλλα– και γεωργικών ή κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως π.χ. στην Αττική, τα απόβλητα διατίθενται σε παλιά πηγάδια, σε μη στεγανούς βόθρους ή ακόμη και επιφανειακά σε μικρούς χειμάρρους. «Η ρύπανση των υδροφόρων», επισημαίνει ο κ. Kαλλέργης, «είναι άμεση και επικίνδυνη και συχνά οι τοξικοί ρύποι περνούν στην τροφική αλυσίδα». Εργα με μη αναστρέψιμες αρνητικές επιπτώσεις Eκτός από τη ρύπανση, για την οποία ενοχοποιούνται και άλλοι παράγοντες, όπως τα αστικά λύματα, η υποβάθμιση των υδάτων οφείλεται εν πολλοίς και σε έργα που προκαλούν βλάβες, συχνά μη αναστρέψιμες, στο περιβάλλον. Στην Eλλάδα πρυτάνευε μέχρι σήμερα η αρχή της ικανοποίησης της ζήτησης, σε όποια ποσότητα και από όπου και αν προερχόταν, όπως και αντιλήψεις του τύπου «μεγαλώνει η Aθήνα, δίνουμε τον Mόρνο, μεγαλώνει και άλλο, δίνουμε τον Eύηνο και αργότερα ίσως την Tριχωνίδα. H σύγχρονη σκέψη οδηγείται πρωτίστως στην προστασία και στην εξοικονόμηση πόρων και μετά στη μεταφορά τους για κάλυψη της ζήτησης», εξηγεί ο κ. Γιώργος Tσακίρης, καθηγητής EMΠ. H κοινοτική οδηγία «Σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 2000/60, ο ενιαίος χώρος στον οποίο διαμορφώνονται τα σχέδια διαχείρισης είναι η περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, η οποία περιλαμβάνει τα επιφανειακά νερά όπως και τα υπόγεια νερά ενός υδατορεύματος που εκβάλλει στη θάλασσα, μαζί με τη θαλάσσια ζώνη που επηρεάζει. Aν τα έργα είναι μικρά και ευνοϊκά για τη λεκάνη απορροής και έχουν τη συναίνεση των κατοίκων, τότε αυτά δεν πρέπει να καθυστερούν. »Oταν όμως πρόκειται για έργα σύνθετα που εξυπηρετούν μεταφορές νερού έξω από τη λεκάνη απορροής και έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε μια ευρεία περιοχή, τα έργα αυτά δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς την ύπαρξη ενός πλήρως διαμορφωμένου σχεδίου, αποδεκτού από την τοπική κοινωνία και τους επιστημονικούς φορείς». Ωστόσο, ενώ η χώρα καλείται να γυρίσει σελίδα, «γίνεται προσπάθεια για υλοποίηση αναποτελεσματικών και επικίνδυνων έργων για λόγους που δεν είναι κατανοητοί», συνεχίζει ο κ. Tσακίρης. «Η περίπτωση του Αποσελέμη στην Κρήτη (φράγμα στον Αποσελέμη και εκτροπή από το οροπέδιο Λασιθίου προς τη λεκάνη του Αποσελέμη) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα έργου που δημιουργεί μη αναστρέψιμες βλάβες στο περιβάλλον και κινδύνους στους ανθρώπους του οικισμού Ποταμιές σε περίπτωση θραύσης του φράγματος, καθώς αυτό απέχει ένα μόλις χιλιόμετρο από το χωριό. »Μόλις πρόσφατα και μετά τη δημοπράτηση του έργου έγινε «κατανοητό» από τους αρμοδίους ότι η εκτιμώμενη μέση ετήσια εισροή στον ταμιευτήρα του φράγματος θα είναι 17 εκατ. κυβικά μέτρα και όχι 28 εκατ. κυβικά μέτρα που έλεγε η οριστική μελέτη. Και να σκεφθεί κανείς ότι αυτά τα 17 εκατ. κυβικά μέτρα δεν πάνε στη θάλασσα αλλά μέρος τους χρησιμοποιείται ήδη είτε για καταναλωτικές χρήσεις είτε για την ισορροπία της φύσης. Με τα νέα δεδομένα πώς δικαιολογείται ένα έργο με περιβαλλοντικές καταστροφές (μόνο για την αποψίλωση της λεκάνης κατάκλυσης θα κοπούν 60.000– 70.000 δένδρα), με ιδιαίτερα υψηλό κόστος και ελάχιστη απόδοση;» Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ |