Ανδρέας Ν. Λύτρας Συνεργατισμός και βιώσιμη ανάπτυξη, με στόχο την πλήρη απασχόληση |
1 Εισαγωγικά σχόλια Το αντικείμενο της παρούσας παρέμβασης είναι η σύσταση μιας σύνθετης πρότασης στο πλαίσιο της πολιτικής ανάλυσης, με διττό στόχο: τη γρήγορη και βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία εκβάλλει στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου με έργα υποδομής, και την ταχεία μείωση της ανεργίας, με τη στήριξη στη μόχλευση ιδιωτικών πόρων και δημοσίων δαπανών. Η παράλληλη διαχείριση της ανάπτυξης και της καταπολέμησης της ανεργίας, επιτρέπει την εφαρμογή του ανάλογου με το πιο αποδοτικό ιστορικά υπόδειγμα της απαγκίστρωσης από την ύφεση ή έστω από την αναιμική ανάπτυξη και την υπό-απασχόληση του εργατικού δυναμικού (εννούμε την Κεϋνσιανή θεραπευτική). Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη πραγμάτευση, έχοντας κατά νου τις δεσμεύσεις από τη συμμετοχή στην ευρωζώνη και την παρούσα οικονομική θέση της Ελλάδας, μετά οκτώ έτη δημοσιονομικής κρίσης, ανασυνθέτει τις μεθόδους και τα εργαλεία χρηματοδότησης των δύο παράλληλων εγχειρημάτων. Είναι σημαντικό, ότι η πρόταση αποθέτει την ελπίδα για την πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στη συνεργατική ανάπτυξη, σε τοπικό επίπεδο. Αναγνωρίζει τον απαιτητικό, αλλά εφικτό, χαρακτήρα του εγχειρήματος για τη συνεταιριστική ανάπτυξη, με οικολογικό προσανατολισμό, και τη συμβολή της στους γρήγορους ρυθμούς οικονομικής επέκτασης, χωρίς αυτή να προσδιορίζεται αποκλειστικά από την κερδοσκοπική απόδοση. Συγχρόνως, η ανάλυση θεωρεί πως η συνεισφορά στις πάγιες επενδύσεις, αλλά και στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή στην καινοτόμο αγροτική παραγωγή, δεν θα έχει ισοδύναμη συμβολή στην αύξηση της απασχόλησης και πολύ περισσότερο στη δραστική μείωση του δείκτη της ανεργίας. Η τελευταία διαπίστωση κάνει απαραίτητη την παρέμβαση στο πεδίο της δημιουργίας ενός αυτοτελούς υποδείγματος ενίσχυσης της απασχόλησης, δίχως την επιχειρηματική ενεργοποίηση των κατόχων του κεφαλαίου και την σκοπιμοθηρία τους για υψηλά κέρδη. Η πρόταση αυτή απορρέει από πρόσφατες αναλύσεις και προτάσεις του γράφοντος. Το εγχείρημα, όπως αυτό που προλειάνθηκε σε αυτό το πρώϊμο στάδιο της γραφής, είναι μια απαιτητική, αλλά και εφαρμόσιμη, πρόταση προκειμένου να συνδυαστεί η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, με την δραματική απομείωση της ανεργίας. 2 Η ιδιοκτησία ως πλεονέκτημα της ελληνικής κοινωνικής συγκρότησης Μία από τις πιο θετικές όψεις του ελληνικού καπιταλισμού, με εκβολή στην ανάπτυξη, αλλά και με διαρκή επίδραση στην περιουσιακή κατάσταση των νοικοκυριών, των οικογενειακών δικτύων και βεβαίως (ατομικά) των πολιτών είναι το μεγάλο ποσοστό της ιδιοκτησίας στις κατοικίες και εν γένει στα ακίνητα. Η ύπαρξη των ιδιόκτητων κατοικιών ανάγεται βασικά στην κληρονομική διαδοχή. Επομένως δεν χρειάστηκαν την καταβολή της αξίας των ακινήτων για την απόκτησή τους. Μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, από την Ελλάδα, έχει η Ισπανία, η Κύπρος και η Σλοβενία. Υψηλά ποσοστά (πάνω από το 70%) παρουσιάζουν η Μάλτα, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Πορτογαλία και το Βέλγιο. Οριακά κάτω από 70% εμφανίζει, στην αναλογία της ιδιοκατοίκησης, η Ιταλία. Κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης βρίσκεται η ιδιοκατοίκηση στη Φιλανδία. Η Αυστρία έχει αναλογία 58%, ενώ η Γαλλία και η Ολλανδία παρουσιάζουν ποσοστά γύρω από το 57%. Πολύ χαμηλό ποσοστό εμφανίζει η Γερμανία (43%). Διάγραμμα 8 Πηγή: EuropeanCentralBank.[2] Μικρότερα ποσοστά σε ιδιωτικά δάνεια για αγορά κατοικιών έχει η Σλοβενία (7,7% του ΑΕΠ), η Ιταλία (21,8% του ΑΕΠ) και η Αυστρία (24,9% του ΑΕΠ). Περί τη μέση αναλογία της Ευρωζώνης βρίσκεται η Γερμανία, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος. Σε πάρα πολύ υψηλά ποσοστά είναι το χρέος των κατοικιών στην Ολλανδία (89,4% του ΑΕΠ), την Ιρλανδία (73,9% του ΑΕΠ), την Πορτογαλία (69,4% του ΑΕΠ) και την Ισπανία (61,5% του ΑΕΠ). Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στις χαμηλά χρεωμένες χώρες, από την άποψη των δανείων για τις κατοικίες (30,3% του ΑΕΠ). Είναι και αυτή η καταγραφή, ένα από τα στοιχεία της υπεροχής του ελληνικού καπιταλισμού, σε σχέση με τη διάχυση της προσωπικής περιουσίας και τη μεγαλύτερη ατομική ευημερία των πολιτών. Διάγραμμα 9
Πηγή: EuropeanCentralBank.[4] [1] European Central Bank, “Housing Finance in Euro Area”, Occasional Working Paper Series, No. 101, 2009 (March), σ. 13. [1] European Central Bank, Annual Report 2016, 2017, σσ. S25, S27. Σύμφωνα με το στατιστικό παράρτημα της Έκθεσης το μέσο ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών, στην Ελλάδα, την περίοδο 1999-2008 ανέρχεται στο 28,3% του ΑΕΠ, ενώ το 2015 φτάνει στο 62,4% του ΑΕΠ. Για να έχουν υπόψη τους οι αναγνώστες τα συγκριτικά στοιχεία από τις χώρες της Ευρωζώνης αναφέρουμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα από αυτές, τόσο το μέσο όρο της περιόδου 1999-2008 όσο και το τελευταίο έτος της σύγκρισης. Ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών: Γερμανία, 1999-2008: 67,3% του ΑΕΠ, 2015: 53,5% του ΑΕΠ, Ιρλανδία, 1999-2008: 76,5% του ΑΕΠ, 2015: 58,5%, Ισπανία, 1999-2008: 61,4% του ΑΕΠ, 2015: 67,8% του ΑΕΠ, Γαλλία, 1999-2008: 39,4%, 2015: 56,6% του ΑΕΠ, Ιταλία, 1999-2008: 29,7%, 2015: 42,2% του ΑΕΠ, Κύπρος, 1999-2008: 82,4%, 2015: 129,2 % του ΑΕΠ, Ολλανδία, 1999-2008: 100,1%, 2015: 112% του ΑΕΠ και Πορτογαλία 1999-2008: 72,9 %, 2015: 77,5% του ΑΕΠ. [1] European Central Bank, “Housing Finance in Euro Area”, όπ.π.. Είναι ενδιαφέρον ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό διαθέτει πάνω από ένα σπίτι στην κατοχή του. Η ελληνική κοινωνία έχει μεγαλύτερο δείκτη κατοχής πρόσθετων κατοικιών από όλες τις κοινωνίες της ευρωζώνης, με μόνη εξαίρεση (την ελάχιστη διαφορά από) την Ισπανία. Οι άλλες χώρες υποδεικνύουν πολύ μικρότερη κατοχή πρόσθετων κατοικιών ανά νοικοκυριό. Ο δείκτης αυτός δηλώνει κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα είχε πριν το 2010 μια εξαιρετική διάχυση των ατομικών περιουσιών σε ακίνητα, τα οποία είναι υπέρ-επαρκή για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών της χώρας και λιγότερο χρεωμένα (σε τραπεζικά δάνεια), από τις περισσότερες πλούσιες χώρες της Ευρωζώνης. Διάγραμμα 9.1
[1] Στο ίδιο, σ. 85. 5 Η συνεταιριστική επιλογή, ως συστατική για την οικολογική ανάπτυξη Υπάρχει κάποια δυνατότητα μιας ταχείας, αξιοσημείωτης και βιώσιμης ανάπτυξης, με δυνατότητα σταθερής βελτίωσης της απασχόλησης και με παράλληλο αποτέλεσμα τη δραστική μείωση της ανεργίας; Αναμφισβήτητα αυτή η δυνατότητα είναι παρούσα και πιθανή. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ενδεχόμενο, η ρεαλιστική αντιμετώπιση της πολύ δύσκολης κατάστασης να οδηγήσει σε ανασυγκρότηση την ελληνική οικονομία, σε γρήγορη ανάκαμψη την απασχόληση και σε δραστικό περιορισμό το δείκτη της ανεργίας, με σοβαρή την προοπτική της ταυτόχρονης βελτίωσης των εισοδημάτων. Η λύση στο σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα της χώρας δεν μπορεί να προέλθει από την προσδοκία της ταχείας διαδικασίας σχηματισμού νέων κερδοσκοπικών επιχειρήσεων επιχειρήσεων ή αντίστοιχων με τις ανάγκες νέων θέσεων εργασίας, προκειμένου να απασχολήσουν τις μάζες που συμπεριλαμβάνονται σήμερα στους ανέργους. Αν περιμέναμε μια τέτοια άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες, για την αύξηση της απασχόλησης, θα έπρεπε να δημιουργηθούν περί τις 120 χιλιάδες επιχειρήσεις, με δεδομένο ότι σήμερα η μέση ελληνική επιχείρηση έχει μέσο μέγεθος με βάση τον αριθμό των εργαζομένων, περί τα εννέα με δέκα άτομα ανά κατάστημα. Αυτό το ενδεχόμενο είναι πολύ μακρινό και ακόμη και μετά την κατάκτηση συνεχώς υψηλών ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης μπορεί να εκπληρωθεί σε περίοδο επτά με δέκα ετών. Επισημαίνουμε, ότι οι περιγραφόμενοι αριθμοί αφορούν σε μια ιδανική κατάσταση και εξαιρετικώς αισιόδοξη, καθώς μεταξύ των εργοδοτών αυτής της σύγκρισης περιλαμβάνεται και το κράτος ως ενιαίος εργοδότης. Αν αφαιρεθεί το κράτος, τότε το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων περιορίζεται στα τέσσερα με πέντε άτομα και επομένως ο αριθμός των αναγκαίων επιχειρήσεων διπλασιάζεται, ενώ ο προσδοκώμενος χρόνος υλοποίησης των διαδικασιών μακραίνει απαγορευτικά. Δεν είναι αντίστοιχα πιθανή η σοβαρή επέκταση της απασχόλησης στο Δημόσιο και τις δημόσιες επιχειρήσεις (εκτός της αναπλήρωσης του υπάρχοντος προσωπικού). Στο επίπεδο αυτό, με βάση την εφαρμοζόμενη πολιτική στην ΕΕ και ιδίως στην Ευρωζώνη, η αύξηση της απασχόλησης στο Δημόσιο, λόγω των γνωστών επιβαρύνσεων στις δημόσιες δαπάνες και του κινδύνου αύξησης του ελλείμματος του προϋπολογισμού πάνω από τα επιτρεπόμενα όρια (από τις συμβάσεις), δεν έχει πολλές πιθανότητες πραγματοποίησης στο ορατό μέλλον. Είναι, λοιπόν, σχεδόν αδύνατο η κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα και το κράτος να προσδιορίσουν, με την απασχόληση στους κόλπους τους, την επιθυμητή και ταχεία ανάπτυξη ή την αντίστοιχα δραστική μείωση της ανεργίας. Δεν είναι δυνατόν να διεξέλθουμε στο πλαίσιο αυτού του κειμένου πολύ εκτενείς λεπτομέρειες για την εναλλακτική δράση των συνεργατικών οργανώσεων. Μπορούμε, ωστόσο, να αναφερθούμε σε ορισμένες πολύ αδρές περιγραφές υλοποιήσιμων έργων, σχετικά με την μαζική εγκατάσταση οικιακών συστημάτων παραγωγής ηλιακής ενέργειας, με χρηματοδότηση από συνεργατικές τράπεζες και ανάληψη της υλοποίησης των έργων από συνεργατικές οργανώσεις (συνεταιρισμούς). Διάγραμμα 11 Στο διάγραμμα που προηγείται εκτίθενται τρία σενάρια, τα οποία είναι δυνατόν να υλοποιηθούν, με έναν καλό προγραμματισμό, καθολοκληρίαν ή μερικώς και πάντως ανάλογα με την προετοιμασία και τη διαθεσιμότητα των απαραίτητων πόρων, σε εύλογο χρόνο (ενδεχομένως από μια τριετία έως μια πενταετία). Η συγκεκριμένη επιλογή επιταχύνει ισοδύναμα το ρυθμό ανάπτυξης για την περίοδο εφαρμογής, βελτιώνοντας θεαματικά τις επιδόσεις της εθνικής μας οικονομίας, και με μέτριων προσδοκιών συνεισφορά στην απασχόληση. Η κλιμάκωση των πληρωμών των ιδιωτών, με βάση τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις και την ωρίμανσή τους σε μακρύ χρόνο, κάνει εύκολα εξυπηρετήσιμο το ατομικό χρέος των ιδιοκτητών των κατοικιών. Η ωφέλεια από την εξοικονόμηση του κόστους της ενέργειας είναι, στο πεδίο του ατομικού νοικοκυριού και αυτονοήτως, πολύ ευρεία, ενώ η εξοικονόμηση για την εθνική οικονομία, από τη μείωση της ανάγκης προμήθειας υδρογονανθράκων, είναι στρατηγικής σημασίας (με σταδιακά θετική επίδραση και στο ισοζύγιο πληρωμών). Η εκβολή της ενεργειακής ανασυγκρότησης είναι σίγουρα σημαντική, στο πεδίο της εκπομπής των αερίων του θερμοκηπίου. Η πραγματική συνεισφορά του Δημοσίου σε αυτή τη μαζική και παραγωγική ανασυγκρότηση είναι βασικά θεσμική και συντονιστική. Από τη μια πλευρά οφείλει να άρει τα εμπόδια για τη σύσταση και τη λειτουργία των συνεταιριστικών οργανώσεων όλων των μορφών και των δραστηριοτήτων, ενώ από την άλλη να επιτρέψει να εκφράζεται η απασχόληση των μελών των συνεργατικών οργανώσεων, όπως και οποιουδήποτε συνεργαζόμενου με αυτές, με τον τύπο των αυτόνομων εργαζομένων. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ILO, τα μέλη των συνεργατικών οργανώσεων είναι και νοούνται ως αυτοαπασχολούμενοι και, υπό αυτήν την έννοια και για λόγους ισότητας, οι συνεργαζόμενοι (μη-μέλη) με τις οργανώσεις πρέπει να έχουν ανάλογο καθεστώς εργασίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση οφείλει να ρυθμίσει και να διευκολύνει, με ειδικό τρόπο, την μέθοδο απόδειξης της αμοιβής (με τις σχετικές παρακρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές) και της εργασιακής δέσμευσης. Ο τρόπος αυτός μπορεί να αφορά στη γενίκευση του υπαρκτού σήμερα «εργόσημου» (με ενσωμάτωση του φόρου και των ασφαλιστικών εισφορών). Στην περίπτωση υλοποίησης της συγκεκριμένης επιλογής συγκροτείται αμέσως ένας ζωτικός τρίτος τομέας της οικονομίας, δίπλα στο κράτος και την κερδοσκοπία. Δημιουργεί ένα συνεταιριστικό τομέα, με σημαντική αναλογία στο ΑΕΠ, και χωρίς η τελευταία να εξαρτάται από τις ροπές και τις επιλογές διακινδύνευσης της κερδοσκοπικής επιχειρηματικότητας. 3 Εναλλακτικές Δυνατότητες: συνεργατική εκμετάλλευση στις σχολάζουσες γαίες Μια εναλλακτική δυνατότητα, πέραν των ενεργειακών κοινοτήτων (Ε.Κοιν.), για την παραγωγή ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.), είναι δυνατή σήμερα, μετά από σχετικές θεσμικές ρυθμίσεις, να αξιοποιηθούν οι σχολάζουσες γαίες, οι οποίες ανήκουν στο δημόσιο (δηλαδή στο νομικό πρόσωπο του δημοσίου και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου), αλλά παραμένουν ανεκμετάλλευτες. Πίνακας 1 Οι Αγροτικές Εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα (1951, 2007) Η πιθανή ενεργοποίηση των σχολαζουσών γαιών είναι, κατά τη γνώμη, πιο αποδοτική και αξιοποιήσιμη για τις τοπικές κοινότητες, στο βαθμό που γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από συνεργατικές οργανώσεις. Το υπόδειγμα του μεγέθους των συγκεκριμένων θα κριθεί από τις τοπικές δυναμικές στη διαθεσιμότητα των ανενεργών δημόσιων γαιών. Η διαφοροποίηση της αναγκαστικής χρήσης και του τεμαχισμού αυτών των γαιών δεν είναι ένα σημαντικό πρόβλημα, καθώς είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της βιώσιμης αγροτικής εκμετάλλευσης η διαχείριση του τεμαχισμού, ως θετικό χαρακτηριστικό της διαχείρισης ενός οιονεί αγροτικού-επιχειρηματικού χαρτοφυλακείου. Η (δανειακή) χρηματοδοτική δυνατότητα ενός συνεργατικού σχήματος για την ενεργοποίηση των σχολαζουσών γαιών, με τον ελάχιστο αριθμό συνεργατών (ή συνεταιριστών), μπορεί, με βάση την παρούσα πρόβλεψη, να προσδιοριστεί στις 125.000 ευρώ (5 μέλη, με 25.000 ευρώ έκαστος), χωρίς διασφαλίσεις. Η ενίσχυση της κατανάλωσης από τις τοπικές κοινότητες δύναται να κάνει βιώσιμες αυτές τις εκμεταλλεύσεις και διαχειρίσιμη την εξυπηρέτηση των δανείων, εφόσον το σύνολο της εκμετάλλευσης (με βάση τις ελάχιστες συμμετοχές στις σημερινές συνεργατικές οργανώσεις) υπερβαίνει το διπλάσιο της μέσης αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα (ήτοι τα 47,72 στρέμματα). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, το κατώτερο μέγεθος αυτής της εκμετάλλευσης μπορεί να ανέρχεται στα 119,3 στρέμματα (5 άτομα, με αναλογούντα τα 23,86 στρ. έκαστος). Διάγραμμα 12
Όπως υποδεικνύεται από τα δεδομένα, τα οποία εκτίθενται στο προηγούμενο διάγραμμα, η συνεισφορά αυτών των μορφών συνεργατισμού προκειμένου να εκμεταλλευτούν σχολάζουσες γαίες είναι σημαντική για την ενίσχυση της περιφέρειας και των τοπικών κοινοτήτων, και επομένως μπορεί να είναι αποκλειστικώς συμπληρωματική, τόσο για την αμιγώς οικονομική συμβολή αυτών των εγχειρημάτων [πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή ανεκμετάλλευτων γαιών στην συνεργατική αξιοποίηση (π.χ. 10 εκ. ή καλύτερα 20 εκ. στρέμματα) για να υπάρξει σημαντική συμβολή στο ΑΕΠ] όσο και για την ουσιαστική απορρόφηση των ανέργων (καθώς στην καλύτερη περίπτωση απορροφώνται έως και 44,5 χιλ. απασχολούμενοι περίπου). 4 Η ανασυγκρότηση των πόλεων: οικολογική ανάπτυξη, συνεργατισμός και αντιπαροχή Ο οικολογικός προσανατολισμός, με την κρατική ρύθμιση και υποστήριξη, η συνεργατική-συνεταιριστική οργάνωση[6] η αρχική χρηματοδότηση εξασφαλίζεται, με τη μορφή της κοινής προθεσμιακής κατάθεσης για δώδεκα μήνες, από ιδιώτες. Οι φορείς του κεφαλαίου λαμβάνουν εισόδημα από τους τόκους και τις αποδόσεις του κεφαλαίου. Από την εκταμίευση του συγκεκριμένου κεφαλαίου χρηματοδοτείται η έκδοση των αξιόγραφων των αυτόνομων εργαζομένων. Το κράτος αντικαθιστά το κεφάλαιο, που εκταμιεύεται. Το μείζον μέρος των κρατικών πιστώσεων επιστρέφει αμέσως στα δημόσια ταμεία (φόρος και εισφορές προς το ασφαλιστικό σύστημα). Οι ατομικοί καταναλωτές, οι ενδιαφερόμενοι συνεταιρισμοί ή οι αυτοαπασχολούμενοι συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης και απολαύουν των απαραίτητων υπηρεσιών, σε συμφέρουσες τιμές. Οι καταναλωτές εκφράζουν την κοινωνική αλληλεγγύη προς τους ανέργους στο τοπικό επίπεδο. Οι συμμετέχοντες ωφελούμενοι στο πρόγραμμα εργάζονται ως αυτόνομοι εργαζόμενοι. Εργάζονται για δέκα μήνες, όλες τις ημέρες του μήνα. Τροφοδοτούνται με δύο τύπους αξιόγραφων. Τα αξιόγραφα αφορούν σε κάθε μέρα του μήνα. Στη μία περίπτωση το αξιόγραφο περιλαμβάνει την ισοδύναμη αξία της συνεισφοράς των καταθετών και των καταναλωτών. Στην άλλη περίπτωση περιλαμβάνεται μόνον η συνεισφορά των καταναλωτών. Η αμοιβή τους καταβάλλεται απολογιστικά στη διάρκεια των δέκα μηνών. Στο τέλος της διαδικασίας καταβάλλεται μια επιπλέον (ενδέκατη αμοιβή), με βάση την απόδοση του προγράμματος. Κατά την εκκαθάριση του φόρου της επόμενης χρονιάς καταβάλλεται, σε όσους έχουν τις προϋποθέσεις, επιστροφή φόρου, σαν να πρόκειται για δωδέκατη αμοιβή. Το πρόγραμμα οργανώνεται και συντονίζεται από την τοπική αυτοδιοίκηση. Τις δυνατότητες του συγκεκριμένου προγράμματος δύνανται να αξιοποιήσουν οι συνεργατικές οργανώσεις σε όλο το φάσμα των προκείμενων δράσεων Το προτεινόμενο πρόγραμμα παρεμβαίνει με τη δημιουργία απασχόλησης και εισοδημάτων, ενώ δεν συμβάλλει, καθόλου, στις πάγιες επενδύσεις. Η αύξηση των εισοδημάτων εκβάλλει παράλληλα στην αύξηση της ζήτησης από τους ωφελούμενους του προγράμματος. Από τη γενική διαδικασία τροφοδοτείται με διαθέσιμα το τραπεζικό σύστημα και παρωθείται στην παροχή τραπεζικών προϊόντων στην αγορά. Η πλήρης ή μερική εφαρμογή του προγράμματος μπορεί να συνεπάγεται μια σημαντική αύξηση του ΑΕΠ. Εφόσον τα δύο προγράμματα που αναφέρθηκαν εφαρμοστούν ταυτόχρονα, τότε η πλήρης εφαρμογή τους, θα προσδιόριζε μια θεαματική ετήσια ανάπτυξη, για αρκετά έτη. Βιβλιογραφία European Central Bank, “Housing Finance in Euro Area”, Occasional Working Paper Series, No. 101, 2009 (March). European Central Bank, Annual Report 2016, 2017. European Commission, Taxation Trends in the European Union Data for the EU Member States, Iceland and Norway, Luxembourg: Publications Office of the European Union, 2017. ILO, ILOSTAT (Database), Unemployment (general level), (www.ilo.org). International Monetary Fund (IMF), “Nominal GDP list of countries. Data for the year 2012”, World Economic Outlook Database, 2012 (April). J.M. Keynes, The General Theory of Employment, Interest and Money, London, Macmillan, 2007 (1936). A.N. Lytras, “An Alternative for Combating Unemployment”, Journal of Sociology and Social Work, December 2016, Vol. 4, No. 2, σσ. 59-71. A.N. Lytras, A Radical Policy for Combating Unemployment, Athens, Papazissis, 2017 (eBook). Α.Ν. Λύτρας, «Προλεγόμενα», Α.Ν. Λύτρας (επιμ.), «Η καταπολέμηση της ανεργίας στην εποχή της κρίσης», Τα Κοινωνικά. Επιλογές από την Ελληνική Κοινωνιολογία, τ. IV, Αθήνα, Πάντειον Πανεπιστήμιο, 2017 (www.pandemos.panteion.gr). Α.Ν. Λύτρας (επιμ.), «Η καταπολέμηση της ανεργίας των γυναικών», Τα Κοινωνικά. Επιλογές από την Ελληνική Κοινωνιολογία, τ. VΙ, Αθήνα, Πάντειον Πανεπιστήμιο, 2018 (www.pandemos.panteion.gr). [2] European Central Bank, Annual Report 2016, 2017, σσ. S25, S27. Σύμφωνα με το στατιστικό παράρτημα της Έκθεσης το μέσο ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών, στην Ελλάδα, την περίοδο 1999-2008 ανέρχεται στο 28,3% του ΑΕΠ, ενώ το 2015 φτάνει στο 62,4% του ΑΕΠ. Για να έχουν υπόψη τους οι αναγνώστες τα συγκριτικά στοιχεία από τις χώρες της Ευρωζώνης αναφέρουμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα από αυτές, τόσο το μέσο όρο της περιόδου 1999-2008 όσο και το τελευταίο έτος της σύγκρισης. Ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών: Γερμανία, 1999-2008: 67,3% του ΑΕΠ, 2015: 53,5% του ΑΕΠ, Ιρλανδία, 1999-2008: 76,5% του ΑΕΠ, 2015: 58,5%, Ισπανία, 1999-2008: 61,4% του ΑΕΠ, 2015: 67,8% του ΑΕΠ, Γαλλία, 1999-2008: 39,4%, 2015: 56,6% του ΑΕΠ, Ιταλία, 1999-2008: 29,7%, 2015: 42,2% του ΑΕΠ, Κύπρος, 1999-2008: 82,4%, 2015: 129,2 % του ΑΕΠ, Ολλανδία, 1999-2008: 100,1%, 2015: 112% του ΑΕΠ και Πορτογαλία 1999-2008: 72,9 %, 2015: 77,5% του ΑΕΠ. [4] Στο ίδιο, σ. 85. [6]Πβ., A.N. Lytras, “An Alternative for Combating Unemployment”, Journal of Sociology and Social Work, December 2016, Vol. 4, No. 2, σσ. 59-71∙ A.N. Lytras, A Radical Policy for Combating Unemployment, Athens, Papazissis, 2017 (eBook).Το πρόγραμμα στην ελληνική απόδοση είναι το ακόλουθο: Συμφιλίωση των Κατόχων του Αποθέματος με την Απασχόληση και τη Νέα Δραστηριοποίηση στις Περιφέρειες [Σ.Κ.Απ.Α.Νέα (ς) Δρα.Π.]. Τοπρόγραμμαστηναγγλικήγλώσσαέχειτοτονπαρακάτωτίτλο: Reconciliation of the Holding of Stock with the Employment and New Activation in Regions (Re.Ho.St.E.N.A.R.). |