Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Α.ΚΟΙ.Σ.ΔΑ. |
Παρασκευή, 03 Ιανουάριος 2014 19:28 |
Η Ερύμανθος Α.Μ.Κ.Ε. έχει ως στόχο να αναπτύξει την καλλιέργεια αρωματικών φυτών στο πλαίσιο του προγράμματος Α.ΚΟΙ.Σ.ΔΑ. Τα αρωματικά φυτά Η αυτοφυής χλωρίδα της Ελλάδας είναι από τις πλουσιότερες της Μεσογείου και των Βαλκανίων, στην χλωρίδα της Ελλάδας έχουν καταγραφεί 6.000 είδη. Από τα οποία 500-600 είναι αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά και περισσότερα από 200 παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον. Τα σημαντικότερα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά στην Ελλάδα είναι: η ρίγανη, ο βασιλικός, ο μάραθος, ο κρόκος, το φασκόμηλο, το θυμάρι, η λεβάντα, το χαμομήλι και το δίκταμο. Η Ελλάδα είναι η 3η σε βιοποικιλότητα χώρα στον πλανήτη και είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών λόγω των ιδανικών εδαφοκλιματικών συνθήκών που διαθέτει. Επίσης, τα φαρμακευτικά φυτά μπορούν να καλλιεργηθούν σε όλες τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Τέτοιες εκτάσεις υπάρχουν πολλές στη χώρα μας (περίπου το 44% της συνολικά καλλιεργήσιμης γης) στην οποία υπάρχει η δυνατότητα εκμετάλλευσής τους, προκειμένου να αποτελέσουν ένα σοβαρό συμπληρωματικό εισόδημα για τους κατοίκους της υπαίθρου. Επιπλέον, έχουν μικρές απαιτήσεις σε εισροές, παρουσιάζουν ανθεκτικότητα σε εχθρούς και ασθένειες, αποτελούν ιδανικές καλλιέργειες για την εφαρμογή βιολογικών μεθόδων παραγωγής και έχει προοπτικές και εμπορικό ενδιαφέρον. Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά χρησιμοποιούνται στη Φαρμακευτική, στην αρωματοθεραπεία, στη γαστρονομία, για την παραγωγή αιθέριων ελαίων, στη βελτίωση της γεύσης, στη βιομηχανία τροφίμων, στη βιομηχανία καλλυντικών, στην αρωματοποιία, στην ποτοποιία, στη ζαχαροπλαστική, ως αφεψήματα για θεραπευτικούς και όχι μόνο σκοπούς, ως μελισσοτροφικά φυτά και τέλος στη διακόσμηση. Ηγετικό ρόλο στην παραγωγή και αξιοποίηση αρωματικών φυτών κατέχουν οι χώρες της Ασίας, ενώ οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Γαλλία αποτελούν τους κύριους αγοραστές. Τα μεγαλύτερα κέντρα εμπορίου είναι η Νέα Υόρκη, το Τόκιο και το Αμβούργο. Τα ελληνικά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά θεωρούνται εξαιρετικής ποιότητας λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς τους σε αιθέρια έλαια και γενικά λόγω των οργανοληπτικών ιδιοτήτων τους και επομένως έχουν τη δυνατότητα να γίνουν πολύ ανταγωνιστικά έναντι των αντίστοιχων ασιατικών προϊόντων. Παρά την υψηλή ποιότητα των ελληνικών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών και παρά τις μεγάλες προσδοκίες που έχουν αναπτυχθεί για αυτά τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, οι καλλιέργειες αυτές δεν έχουν την ανταπόκριση που θα περίμενε κανείς. Ο κυρίότερος λόγος είναι η έλλειψη ενημέρωσης και η ανασφάλεια για τη διάθεση των προϊόντων αυτών. Είναι γνωστό ότι η χώρα μας έχει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στο πλαίσιο της συμβολαιακής γεωργίας κυρίως για το θυμάρι, το φασκόμηλο, το χαμομήλι, τον ταραξάκο, το υπερικό (βαλσαμόχορτο), τη λουίζα, τη βαλεριάνα, τη λεβάντα και το τσάι του βουνού. Μία καλή επιλογή για κάποιον ο οποίος θέλει να ασχοληθεί σοβαρά με την παραγωγή αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών είναι η καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής αιθέριων ελαίων. Φυσικά, το κόστος για την κατασκευής μιας τέτοιας μονάδας είναι υψηλό, διότι απαιτεί έκταση τουλάχιστον 90 στρεμμάτων. Έτσι, το κόστος μιας τέτοιας επένδυσης ξεκινά από περίπου 210.000 ευρώ. Σε αντίθεση με έναν απλό αγρότη, σε μία σωστή καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει αδιάθετο ή να αλλοιωθεί κάποιο προϊόν της, καθώς σε κάθε περίπτωση μετακυλίεται το αδιάθετο υλικό στην επόμενη αγορά. Εάν π.χ. δεν διατεθούν ποσότητες νωπών αρωματικών φυτών, αυτές οι ποσότητες δεν χάνονται, γιατί εύκολα θα περάσουν από το ξηραντήριο και τον άλλο μηχανολογικό εξοπλισμό της μονάδας και στη συνέχεια θα διατεθούν ως ξηρό φυτικό υλικό. Εάν πάλι δεν είναι δυνατό να πουληθούν όλες οι ποσότητες των ξηραμένων φυτικών υλικών, μπορούν εύκολα να αποσταχθούν στην αποστακτική μονάδα και να διατεθούν ως αιθέριο έλαιο. Η προώθηση και η εμπορία των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών και των αιθέριων ελαίων είναι ιδιαίτερα σημαντικές και καθορίζουν ουσιαστικά την οικονομικότητα του όλου εγχειρήματος. Αγορές υπάρχουν και μάλιστα με αρκετά περιθώρια, ώστε να απορροφήσουν την όποια ελληνική παραγωγή. Η είσοδος σε νεόφερτους είναι σίγουρα εφικτή, αλλά και δύσκολη. Βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή είσοδο και εδραίωση, ιδιαίτερα στις ξένες αγορές είναι τα προϊόντα να είναι υψηλής ποιότητας και κυρίως να υπάρχει σταθερότητα και συνέχεια στην παράδοση. Μεγάλη δυναμική έχει η βιολογική καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών προϊόντων δεδομένων των υπερδιπλάσιων τιμών πώλησής τους, σε σχέση με τα αντίστοιχα προϊόντα από συμβατικές καλλιέργειες. Για παράδειγμα, η οικονομική απόδοση στο θυμάρι είναι σχεδόν τριπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, ενώ τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να ξεπεράσουν τα 2.000 ευρώ. Σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και νότια έκθεση παρατηρείται υψηλότερη περιεκτικότητα αιθέριου ελαίου. Η οικονομική απόδοση στη ρίγανη είναι υπερδιπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να προσεγγίσουν τα 1.000 ευρώ. Η απόδοση σε χλωρή μάζα ρίγανης φτάνει τα 300-400 κιλά ανά στρέμμα που αντιστοιχεί σε 100-150 κιλά ξηρό βάρος ανά στρέμμα. Η τιμή της ξηρής δρόγης κυμαίνεται από 1,8 ευρώ έως 2,3 ευρώ όταν αφορά σε συμβατική καλλιέργεια και μπορεί να φτάσει τα 6,5 ευρώ όταν πρόκειται για βιολογική καλλιέργεια. Η αποξηραμένη λεβάντα που προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια φθάνει να πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 11,5 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης είναι σημαντικά υψηλότερες, όταν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια. Η απόδοση σε χλωρό βάρος λεβάντας τον πρώτο χρόνο είναι 50-100 κιλά ανά στρέμμα, τον δεύτερο 200-250 κιλά ανά στρέμμα και τον τρίτο 300-350 κιλά ανά στρέμμα. Μπορεί η καλλιέργεια της μέντας -όντας αρδευτική- να έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις και υψηλότερο κόστος παραγωγής από τις ξηρικές καλλιέργειες της ρίγανης και της λεβάντας, παρόλα αυτά οι αποδόσεις σε έσοδα είναι πολλαπλάσιες, φθάνοντας να ξεπερνούν τις 3.500 ευρώ ανά στρέμμα. Συγκεκριμένα, η τιμή της βιολογικής μέντας κινείται στα επίπεδα των 6-7 ευρώ το κιλό. Είναι όμως αρδευόμενη καλλιέργεια και απαιτεί συχνά ποτίσματα. Υπερδιπλάσιες οικονομικές αποδόσεις φέρνει και η βιολογική καλλιέργεια βασιλικού έναντι της συμβατικής, με τα έσοδα σε ετήσια βάση να υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ. Το ετήσιο κόστος για τον βασιλικό υπολογίζεται σε 300 ευρώ ανά στρέμμα δίνοντας καθαρό εισόδημα 800-1.100 ευρώ στην περίπτωση της συμβατικής καλλιέργειας. |