i

Πολιτική γης για την Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη PDF Εκτύπωση E-mail
Τρίτη, 31 Μάιος 2011 08:54

Πολιτική γης για την Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη των ορεινών περιοχών στους τοµείςτης γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας  / Ε. Μιχαηλίδου, Γεωπόνος, MS «Περιβάλλον και Ανάπτυξη» του Ε.Μ.Π. Υποψήφιος ∆ιδάκτωρ Ε.Μ.Π. ∆. Ρόκος, Καθηγητής Ε.Μ.Π. Μετσόβιο Κέντρο ∆ιεπιστηµονικής Έρευνας, Ε.Μ.Π. ΕργαστήριοΤηλεπισκόπησης, Ε.Μ.Π.

Περίληψη
Ο πρωτογενής τοµέας της παραγωγής θεωρείται -και δικαίως- ως παράγων κοινωνικής και οικονοµικής συνοχής, ο οποίος συµβάλλει ιδιαίτερα στην απασχόληση των κατοίκων των ορεινών περιοχών της χώρας. Οι απασχολούµενοι στον πρωτογενή τοµέα που κατοικούν σε ορεινές και µειονεκτικές περιοχές αντιπροσωπεύουν το 61,7% του συνόλου των απασχολουµένων στον πρωτογενή τοµέα. Λόγω της στενής εξάρτησης των ορεινών περιοχών από την γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασοπονία, τα µέτρα πολιτικής γης που λαµβάνονται, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο αφορούν ως επί το πλείστον στους τοµείς αυτούς και τις σχετικές συναφείς δράσεις.


Είναι γνωστό ότι για αντικειµενικούς λόγους (έντονο και ραγδαία εναλλασσόµενο ανάγλυφο, κατακερµατισµός και µεγάλη διασπορά των Μοναδιαίων Ιδιοκτησιών / Χρήσεων / Εκµεταλλεύσεων Γης / Μ.Ι.Χ.Ε.Γ.), η διάρθρωση των γεωργικών εκµεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι προβληµατική. Το µέσο µέγεθός τους στις ορεινές περιοχές είναι ακόµη χαµηλότερο του εξαιρετικά µικρού µέσου όρου της χώρας, οι γεωργικές εκτάσεις σταδιακά εγκαταλείπονται και ο δείκτης γήρανσης των αρχηγών των εκµεταλλεύσεων είναι σηµαντικά υψηλότερος σε σχέση µετις υπόλοιπες περιοχές.


Η εθνική πολιτική γης στον αγροτικό τοµέα και στις ορεινές περιοχές, (όπως άλλωστε συµβαίνει πλέον αντιστοίχως και σε κάθε µορφή πολιτικής) αποτελεί κυρίως υιοθέτηση της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής, όπως αυτή περιγράφεται στην αναθεωρηµένη Κοινή Αγροτική Πολιτική και στο Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου. Για την αντιµετώπιση του φαινοµένου εγκατάλειψης του ορεινού χώρου και την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών εφαρµόζονται µέτρα, όπως αυτό των εξισωτικών αποζηµιώσεων για την αντιστάθµιση του εισοδήµατος των παραγωγών λόγω των φυσικών µειονεκτηµάτων των περιοχών που καλλιεργούν, παρέχονται αυξηµένα κίνητρα για την εγκατάσταση νέων αγροτών στις ορεινές περιοχές και προβλέπονται αυξηµένες ενισχύσεις και επιδοτήσεις για εγκατάσταση επιχειρήσεων σε ορεινές και µειονεκτικές περιοχές. Παράλληλα ενθαρρύνεται η επέκταση των δραστηριοτήτων των αγροτών και σε άλλους τοµείς, όπως είναι οι µικρές βιοτεχνικές και βιοµηχανικές επιχειρήσεις, µε ιδιαίτερη έµφαση στην παραγωγή γαλακτοκοµικών και τυροκοµικών προϊόντων (χαρακτηριστικό των συγχρόνων πολιτικών κατευθύνσεων και στρατηγικών, οι οποίες τείνουν προς τη σύνδεση πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τοµέα). Η προοπτική τέλος ανάπτυξης του αγροτουρισµού εµφανίζεται στις πολιτικές αυτές ως πανάκεια για την «ανάπτυξη» κάθε ορεινής περιοχής, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες φυσικές και κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε περίπτωση.


Στην εργασία αυτή γίνεται µια αναλυτική κριτική σε επίπεδο θεωρίας και συγκεκριµένων πρακτικών εφαρµογών, τόσο των «µερικών» όσο και των «συνδυασµένων» πολιτικών γης στη χώρα µας στους τοµείς γεωργίας, δασοπονίας και κτηνοτροφίας, όπως αυτές αντιλαµβάνονται τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της φυσικής και της κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας των ορεινών περιοχών και αναδεικνύονται και τεκµηριώνονται οι αντικειµενικοί περιορισµοί, οι ανταγωνισµοί και οι αντιφάσεις τους.


Με βάση τη θεωρία της Αξιοβίωτης Ολοκληρωµένης Ανάπτυξης τεκµηριώνεται η ανάγκη ολιστικής και διεπιστηµονικής προσέγγισης, και ακριβούς και αξιόπιστης καταγραφής, χαρτογράφησης, παρακολούθησης και ανάλυσης των στοιχείων, χαρακτηριστικών και εµφανίσεων που συγκροτούν τη φυσική και την κοινωνικοοικονοµική πραγµατικότητα των ορεινών περιοχών και οριοθετούν τις πολυδιάστατες σχέσεις, αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της δασοπονίας µε τα συγκεκριµένα κατά περίπτωση µεγέθη καιτις ποιότητες της φύσης και της κοινωνίας.


Στην κατεύθυνση αυτή προτείνονται συγκεκριµένα µέτρα Πολιτικής Γης για την Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη των ορεινών περιοχών, τα οποία µεγιστοποιούν µε τη βοήθεια και της κατάλληλης τεχνολογίας τις δυνατότητές τους στα πεδία της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της δασοπονίας, σε διαλεκτική όµως αρµονία µε το ευαίσθητο και ανεκτίµητο για τη χώρα µαςφυσικό και πολιτισµικότους περιβάλλον.


1. Εισαγωγή

«Ως Πολιτική Γης θα µπορούσε να θεωρηθεί το σύνολο των µέτρων, των ρυθµίσεων, των κανόνων, των πρωτοβουλιών, των στάσεων και των συµπεριφορών, µε τα οποία το κράτος, οι πολίτες και οι κοινωνικές οµάδες και µάλιστα µε ΘΕΤΙΚΟ (ΕΝΘΑΡΡΥΝΤΙΚΟ) Ή ΑΡΝΗΤΙΚΟ (ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ) ΤΡΟΠΟ αλληλεπιδρούν µεταξύ τους για την κατοχή, τη νοµή, τη διαχείριση, την προστασία, την αξιοποίηση, αλλά και την εκµετάλλευση, την αποµύζηση και τη διασπάθιση του πολυτιµότερου, µη αναπαραγόµενου και µη ανανεώσιµου ΦΥΣΙΚΟΥ ∆ΙΑΘΕΣΙΜΟΥ : ΤΗΣ ΓΗΣ.


Η αλληλεπίδραση αυτή, εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων και παραµέτρων οι οποίοι διέπουν, καθορίζουν, ανέχονται, ή και συνδιαµορφώνουν τους όρους και τους κανόνες του "παιχνιδιού" αυτού, στη συγκεκριµένη κάθε φορά ιστορική συγκυρία και αναφέρονται τόσο στο υφιστάµενο θεσµικό και δικαιοπολιτικό πλαίσιο και στην κατάσταση ισορροπίας των ιδεολογικών, πολιτικών, οικονοµικών, κοινωνικών και πολιτισµικών αξιών και επιλογών των δυνάµεων που βρίσκονται στην εξουσία ή την αµφισβητούν, όσο όµως και στην συνακόλουθα προκύπτουσα κοινωνική δυναµική, η οποία αποτελεί συνήθως το µέτρο των αναγκών, των ελπίδων, των αντοχών, των προσδοκιών, των αντιστάσεων αλλά και των συµβιβασµών της µέσης κοινωνικής συνείδησης και ως προς την ιδιοκτησία και τη χρήση γης αλλά και τον ατοµικό και/ή κοινωνικό χαρακτήρα τους» (Ρόκος 1994).


Παρά το γεγονός ότι η Πολιτική Γης αποτελεί εκ των πραγµάτων πεδίο διεπιστηµονικής και ολοκληρωµένης προσέγγισης και ανάλυσης του ιστορικού, θεσµικού, πολιτικού, κοινωνικού, αναπτυξιακού και πολιτισµικού πλαισίου µέσα στο οποίο εντάσσονται τόσο οι θεσµισµένες (και σχεδιασµένες / προγραµµατισµένες ή µη) όσο και οι αυθαίρετες / αυτόνοµες εκφράσεις της, η πολιτική γης αποτέλεσε στην Ελλάδα αντικείµενο αποσπασµατικών µέτρων και δράσεων, µία από τις συνέπειες των οποίων υπήρξε η εγκατάλειψη και ο µαρασµός της υπαίθρου και ειδικότερα τωνορεινώνπεριοχών.


Αντικείµενο της εργασίας αποτελεί η κριτική παρουσίαση των µέτρων Πολιτικής Γης που επηρέασαν ή επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών και αφορούν συγκεκριµένα στους τοµείς της γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας και ο βαθµός που αυτά είναι προς την κατεύθυνση της Ολοκληρωµένης Ανάπτυξης (δηλαδή ταυτόχρονα οικονοµικής, κοινωνικής, τεχνικής/τεχνολογικής, πολιτικής και πολιτισµικής, σε διαλεκτική αρµονία και µε σεβασµό στο περιβάλλον) (Ρόκος 1998β). Αρχικά θα αναφερθούν τα χαρακτηριστικά και τα προβλήµατα του ορεινού αγροτικού χώρου στην Ελλάδα. Στη συνέχεια επιχειρείται κριτική παρουσίαση τόσο των µέτρων πολιτικής γης µέχρι σήµερα, τα οποία καθόρισαν και/ή επηρέασαν τη µορφή ανάπτυξης του αγροτικού χώρου στις ορεινές περιοχές όσο και των σχετικών προοπτικών µε βάση τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και εθνικές εξαγγελίες µέχρι το έτος 2006. Η εργασία ολοκληρώνεται µε προτάσεις µέτρων Πολιτικής Γης για την Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών στους τοµείς της γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας.


2. ∆ιάρθρωση καιπροβλήµατα του ορεινού αγροτικού χώρου
Η ελληνική γεωργία και γενικότερα ο ελληνικός αγροτικός χώρος, αντιµετωπίζει µία σειρά προβληµάτων διαρθρωτικής φύσης, τα οποία οι δυνάµεις που βρέθηκαν στην εξουσία επιχείρησαν να επιλύσουν µε «µερικά» και αποσπασµατικά µέτρα, µε στόχο την ικανοποίηση των συγκεκριµένων κοινωνικών και πολιτικών συµφερόντων τους. Τα προβλήµατα αυτά είναι απόρροια τόσο των ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού φυσικού περιβάλλοντος, όσο και των κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισµικών και οικονοµικών συνθηκών και συγκυριών οι οποίες καθόρισανσε µεγάλο βαθµό συγκεκριµένες περιόδους της ελληνικής ιστορίας.


Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά και από τα πιο σοβαρά διαρθρωτικά προβλήµατα που αντιµετωπίζει η ελληνική γεωργία, το οποίο µάλιστα επιτείνεται δραµατικά στις ορεινές περιοχές, είναι ο κατακερµατισµός και η µεγάλη διασπορά των Μοναδιαίων Ιδιοκτησιών / Χρήσεων / Εκµεταλλεύσεων Γης (ΜΙΧΕΓ) (Ρόκος 1980). Το πρόβληµα οξύνθηκε µετά τη µικρασιατική καταστροφή όταν το 1922 τουλάχιστον 1.500.000 Έλληνες διώχτηκαν από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Ελληνική κυβέρνηση, προκειµένου να διευκολύνει την εγκατάσταση και διαβίωσή τους στην Ελλάδα, εφάρµοσε ένα εκτεταµένο αναδασµό γης, χορηγώντας στους πρόσφυγες διάσπαρτα κτήµατα σε όλη την επικράτεια1. Το γεγονός ότι µόνο το 30% περίπου της συνολικής έκτασης της ορεινής και ηµιορεινής κατά 70% Ελλάδας αποτελεί γεωργική γη, εντείνει το πρόβληµα του κατακερµατισµού και της διασποράς του γεωργικού κλήρου, αν και κατά την περίοδο 1971-1991 παρατηρήθηκε ελαφρά µείωση του αριθµού των αγροτικών, µε παράλληλη αύξηση των αριθµού και του µεγέθους των µεγάλων εκµεταλλεύσεων (άνω των 50 στρεµµάτων) (Ζιωγάνας 1999).


Ακόµη, το ποσοστό της αρδευόµενης γεωργικής γης είναι χαµηλό, ο µέσος όρος ηλικίας των αρχηγών των γεωργικών εκµεταλλεύσεων είναι υψηλός (περίπου το 60% είναι άνω των 55 ετών) και η επαγγελµατική τους εκπαίδευση ελλιπής.


Τέλος, σηµειώνεται ραγδαία εγκατάλειψη των ορεινών περιοχών2, η οποία συνδέεται µε τη µαζική έξοδο προς τις πόλεις τις δεκαετίες του '50, '60 και '70, λόγω των καταστροφών της ναζιστικής κατοχής, των συνεπειών του εµφύλιου πολέµου και του συγκεντρωτικού µοντέλου οικονοµικής «ανάπτυξης» που ακολούθησαν συντηρητικές κυβερνήσεις (Ρόκος 1980).


Ο ορεινός όγκος της χώρας µας αποτελείται από 3.345 ∆ήµους, Κοινότητες και Οικισµούς, καταλαµβάνει έκταση 77,6 εκ. στρ. από τα οποία τα 13,08 εκ. στρ. είναι έκταση που µπορεί να καλλιεργηθεί, τα 36,42 εκ. στρ. είναι βοσκότοποι και τα 24,02 είναι δάση.


Στην ορεινή γεωργία επικρατούν ιδιαίτερα δυσµενείς εδαφοκλιµατικές συνθήκες (µεγάλο υψόµετρο, έντονες κλίσεις εδάφους, φτωχή άρδευση, βοσκότοποι κατάλληλοι µόνο για αιγοπρόβατα, µικρή βλαστητική περίοδος).
Στις ορεινές περιοχές, παρά το µεγαλύτερο συνήθως ύψος βροχοπτώσεων, το ποσοστό των αρδευόµενων εκτάσεων φτάνει µόνο το 20,2%, ενώ στο σύνολο της χώρας αρδεύεται το 35,2% των καλλιεργούµενων εκτάσεων (ΕΣΥΕ 1993). Την περίοδο 1987-1993 ο αριθµός των αγροτικών εκµεταλλεύσεων των ορεινών περιοχών µειώθηκε κατά 15,7% και η χρησιµοποιούµενη γεωργική έκταση κατά 12,8%, ενώ οι αντίστοιχοι αριθµοί για το σύνολο της χώρας είναι 14,1% και 6,9%, γεγονός που υποδηλώνει ότι η µείωση του αριθµού των εκµεταλλεύσεων δεν οφείλεται σε ενδεχόµενη συγχώνευση και αύξηση του µεγέθους τους, αλλά σε διαρκώς αυξανόµενη εγκατάλειψη των γεωργικών εκτάσεων. Εκτιµάται ότι το µέσο µέγεθος των γεωργικών εκµεταλλεύσεων των ορεινών περιοχών δεν ξεπερνά τα 33 στρεµ. που αντιστοιχεί µόλις στο 75% του µ.ο. χώρας ενώ το ανάγλυφο και η πολυσχιδής υδρογραφική µορφολογία επιτείνουν το πρόβληµα του πολυτεµαχισµού (6,8 αγροτεµάχια έναντι 4,8 του µ.ο. της χώρας) (Καρανικόλας και Μαρτίνος 1999, Υ.ΠΕ.ΧΩ.∆.Ε. 2000).


Επιπλέον, οι ορεινές περιοχές εµφανίζουν τον υψηλότερο δείκτη γήρανσης των αρχηγών των εκµεταλλεύσεων µε ποσοστό εκµεταλλεύσεων µε αρχηγούς ηλικίας άνω των 55 ετών 60,5 %. Στην ίδια έρευνα της ΕΣΥΕ αναφέρεται ότι το έτος 1993, από τους 1.767.250 αρχηγούς και µέλη νοικοκυριών που εργάζονται στη γεωργία σε όλη τη χώρα, ένα ποσοστό 25,1% είναι κάτοικοι ορεινών περιοχών και από αυτούς το 32,2% έχει ως αποκλειστική απασχόληση τη γεωργία, έναντι ποσοστού 27,4% που ισχύει για το σύνολο της χώρας.


Από πλευράς καλλιεργούµενων εκτάσεων, την πρώτη θέση κατέχει η ελιά, ενώ την περίοδο 1987-1993 παρατηρήθηκε σηµαντική µείωση στην καλλιέργεια της µηδικής (-19% των καλλιεργούµενων εκτάσεων), η οποία σύµφωνα µε τους Καρανικόλα και Μαρτίνο (1999) παραπέµπει αφ' ενός στην αύξηση της εξάρτησης των ορεινών περιοχών από τις πεδινές για την προµήθεια των απαραίτητων ποσοτήτων χονδροειδών ζωοτροφών και αφ΄ ετέρου στην ένταση των πιέσεων στους ορεινούς βοσκοτόπους για την κάλυψη των αυξηµένων διατροφικών αναγκών των ζώων. Η αλόγιστη βόσκηση στον ορεινό και ηµιορεινό χώρο οφείλεται κυρίως στο κοινόχρηστο καθεστώς βόσκησης που, ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος, δίνει το δικαίωµα σε κάθε βοσκό για ελεύθερη βόσκηση επί πληρωµή χωρίς γενικότερο σχεδιασµό για ορθολογική χρήση των βοσκοτόπων, στην επιµονή των βοσκών για ελεύθερη βόσκηση χωρίς προϋποθέσεις και στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για την αντιµετώπιση του προβλήµατος (Παπαναστάσης 1994).


Όσον αφορά στις ζωικές µονάδες της χώρας, το 32% περίπου αυτών βρίσκεται στις ορεινές περιοχές και το ζωικό κεφάλαιό τους χαρακτηρίζεται από το µεγαλύτερο αριθµό ζωικών µονάδων (ΖΜ) ανά εκµετάλλευση (4,52) έναντι 3,44 ΖΜ ανά εκµετάλλευση για το σύνολο της χώρας. Τα στοιχεία όµως της ΕΣΥΕ αποκαλύπτουν ότι παράλληλα οι ζωικές µονάδες όλο και µειώνονται, παρά το γεγονός ότι οι ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας εξακολουθούν να συγκεντρώνουν το µισό πληθυσµό των αιγών και το 1/3 των προβάτων όληςτης χώρας.


Η σχέση γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας στον ορεινό χώρο υπήρξε ανέκαθεν στενή. Στο παρελθόν παρατηρήθηκε το φαινόµενο της αποψίλωσης δασικών εκτάσεων για γεωργική χρήση, µε αποτέλεσµα την εµφάνιση µικρού µεγέθους εκµεταλλεύσεων που βρίσκονται σε πλαγιές µε σχετικά µεγάλη κλίση και υψόµετρο. Σήµερα η σταδιακή εγκατάλειψη του παραδοσιακού τρόπου εκτροφής των µηρυκαστικών και ειδικότερα η εγκατάλειψη του νοµαδικού τρόπου εκτροφής και ο συνακόλουθος περιορισµός των µετακινήσεων των κοπαδιών, έχουν ως αποτέλεσµα τη µείωση της βοσκοϊκανότητας των ορεινών βοσκοτόπων και λιβαδιών, την αύξηση των δασικών πυρκαγιών και σοβαρά προβλήµαταεδαφικής διάβρωσης (Υ.ΠΕ.ΧΩ.∆.Ε. 2000).


Στην Ελλάδα διακρίνονται πέντε ζώνες δασικής βλάστησης, τρεις από τις οποίες σχετίζονται µε τον ορεινόχώρο και είναι οι εξής:

  • Ζώνη δασών οξυάς -ελάτης και ορεινών παραµεσόγειων κωνοφόρων (ορεινή, υπαλπική): Η ζώνη αυτή εκτείνεται στις ορεινές περιοχές τις Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου καθώς και της κεντρικής και βόρειας Ελλάδος. Κυριαρχούντα είδη είναι η υβριδογενής ελάτη και η οξυά και σχηµατίζονται µικτά δάση ελάτης και οξυάς καθώς και αµιγή δάση οξυάς που φθάνουν µέχρι τα δασοόρια (1800-1900 µ)3 (ΚΕΠΕ 1989).
  • Ζώνη ψυχρόβιων κωνοφόρων (ορεινή -υπαλπική): Η ζώνη αυτή εµφανίζεται στα υψηλά όρη της βόρειας Ελλάδας και αποτελείται από ψυχρόβια κωνοφόρα. Εδώ βρίσκουµε δάση της δασικής πεύκης, της ερυθρελάτης και της λευκής ελάτης3.
  • γ) Εξωδασική ζώνη υψηλών ορέων: Η ζώνη αυτή εµφανίζεται στα υψηλά όρη της χώρας µας, πάνω από τα δάση και τα δενδροόρια (ψευδαλπικές εκτάσεις). Συντίθεται από ποώδη κυρίωςβλάστηση, µε διάσπαρτους µικρούς θάµνους3.

Σύµφωνα µε τα στοιχεία που δηµοσιεύει το Υπουργείο Γεωργίας, προκύπτει ότι τα πραγµατικά παραγωγικά δάση δεν ξεπερνούν τα 10 εκατ. στρέµµατα (σε σύνολο 33,5 εκατ. στρεµµάτων δασικών εκτάσεων), άλλα 3.5-4 εκατ. στρέµµατα µπορούν να θεωρηθούν απλώς παραγωγικά και τα υπόλοιπα είναι θαµνώνες πλατυφύλλων. Προκύπτει επίσης ότι εντός των δασικών συµπλεγµάτων υπάρχουν αρκετές γυµνές εκτάσεις. Ο Κεµίδης (1995) αναφέρει ότι ενώ τα δασικά εδάφη αποτελούν το 60% της επιφάνειας της χώρας, µόλις το 18% αποτελεί καλυπτόµενη έκταση από τα δάση.


Ανάµεσα στις δεκαετίες του '80 και του '90 παρατηρείται σηµαντική πτώση της παραγωγής ξυλείας της τάξης των 700.000 κυβικών µέτρων, η οποία σύµφωνα µε έκθεση του Υπουργείου Γεωργίας οφείλεται κυρίως στην µείωση παραγωγής καυσόξυλων η οποία συνδέεται µε αλλαγή του τρόπου θέρµανσης των αγροτικών νοικοκυριών και στη συνεχιζόµενη εγκατάλειψη της ορεινής χώρας3. Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο κρατικά εργοστάσια ξύλου, της Καλαµπάκας και του Λιτοχωρίου. Περίπου το 15% των παραγόµενων δασικών προϊόντων είναι τεχνικό ξύλο (ξύλο για πρίση και για στύλους, ξυλεία µεταλλείων και αντικολλητικών) και το υπόλοιπο 85% καυσόξυλα και ξυλεία θρυµµατισµού (για µοριοσανίδες και χαρτοπολτό). Σηµαντική είναι και η έκταση των δασών για παραγωγή ρητίνης, µε κυριότερες ρητινοπαραγωγικές περιοχές τους Νοµούς Εύβοιας, Κορινθίας, Ηλείας και Αττικής (ΚΕΠΕ 1989).


Η Ελληνική δασοπονία αντιµετωπίζει σοβαρά προβλήµατα3 (Υπουργείο Γεωργίας 1992). Τα Ελληνικά δάση έχουν περιοριστεί πολύ ως προς την έκτασή τους και φύονται κατά κανόνα σε αποµακρυσµένες ορεινές περιοχές µε ισχυρές κλίσεις και υποβαθµισµένο έδαφος. Η ταξινόµηση και διακίνηση των δασικών προϊόντων γίνεται σε αδροµερείς κατηγορίες (διάκριση λίγων προϊόντων) και µε µεγάλη βραδύτητα µεταξύ υλοτοµίας και πρώτης επεξεργασίας στο εργοστάσιο. Η έλλειψη αµοιβαίας πληροφόρησης, επικοινωνίας και συντονισµού µεταξύ δασαρχείων και βιοµηχανίας-βιοτεχνίας (αγορά) καθώς και η παρεµβολή πολλών γραφειοκρατικών διαδικασιών στην διάθεση των προϊόντων οξύνει το πρόβληµα και οδηγεί πολύ συχνά στην υποβάθµιση των προϊόντων.

 

Επισηµαίνεται η παντελής έλλειψη κριτηρίων ποιότητας στην παραγωγή ελληνικής ξυλείας, τόσο ως προς τις απαιτήσεις των βιοµηχανιών όσο και ως προς τις απαιτήσεις των καταναλωτών. Η ενασχόληση µε την δασοκοµία είναι επίπονη και προσφέρει χαµηλότερο επίπεδο αµοιβών σε σχέση µε άλλες γεωργικές δραστηριότητες. Ως αναπόδραστη συνέπεια, ο αριθµός των απασχολούµενων στη δασοπονία µειώθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 31%. Οι πυρκαγιές από πρόθεση, σκοπιµότητα ή αµέλεια εξακολουθούν να αποτελούν το µεγαλύτερο κίνδυνο για τα Ελληνικά δάση, ενώ η ανυπαρξία εθνικού κτηµατολογίου και συστηµατικής καταγραφής των δασικών εκτάσεων, δυσχεραίνει τη διαδικασία αναγνώρισης και προστασίας των εκτάσεων που κάηκαν, εκχερσώθηκαν και καταπατήθηκαν.


Τα παραπάνω στοιχεία µπορούν να µας δώσουν µια συνοπτική εικόνα του ελληνικού ορεινού αγροτικού χώρου, καθώς και των προβληµάτων που αντιµετωπίζει. Η ύπαρξη σοβαρών διαρθρωτικών προβληµάτων, το αβέβαιο µέλλον των παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως αυτό εµφανίζεται µέσα από τα στατιστικά στοιχεία και η συνεχιζόµενη ερήµωση της ορεινής Ελλάδας, οδηγούν στο συµπέρασµα ότι τα µέτρα τα οποία κατά καιρούς λήφθηκαν για τις ορεινές περιοχές και στους τοµείς της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της δασοπονίας, δεν είχαν ολοκληρωµένο χαρακτήρα και δεν ήταν επαρκή και αποτελεσµατικά.

 


3. Κριτική προσέγγιση της πολιτικής γης για την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών στους τοµείς της γεωργίας, της κτηνοτροφίας καιτης δασοπονίας


3.1 Συνοπτική παρουσίαση των σηµαντικότερων µέτρων πολιτικής γης µέχρι τη δεκαετία του '80


Το βασικότερο ίσως πρόβληµα το οποίο αντιµετωπίζει γενικά η ελληνική γεωργία είναι ο υπερβολικός κατακερµατισµός και η µεγάλη διασπορά των Μοναδιαίων Ιδιοκτησιών / Χρήσεων / Εκµεταλλεύσεων Γης (ΜΙΧΕΓ). Στις ορεινές περιοχές της χώρας, οι ιδιοκτησίες των χριστιανών στα ορεινά (και στα νησιά) ήταν ήδη εξαιρετικά µικρές από την εποχή της  Ελληνικής Επανάστασης του 1821 (Ρόκος 1980) ενώ το διαρθρωτικό πρόβληµα του µεγέθους και της διάσπασης των γεωργικών εκµεταλλεύσεων οξύνθηκε ακόµα περισσότερο µετά την Μικρασιατική καταστροφή, όταν το πρόβληµα των ακτηµόνων επιχειρήθηκε να αντιµετωπιστεί µε τη διανοµή της αγροτικής γης των εθνικών γαιών και κυρίως των αγροτικών ιδιοκτησιών των περιοχών της Ελλάδας οι οποίες προηγουµένως ενέµοντο από τους Τούρκους (Βαρβαρέσος 1949, Ρόκος 1980).


Οι αναδασµοί είναι από τα σηµαντικότερα µέτρα πολιτικής γης για την συγκέντρωση του πολυτεµαχισµένου, µικρού και διεσπαρµένου γεωργικού κλήρου, µε στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας της γεωργικής εκµετάλλευσης. Στο Σύνταγµα της Ελλάδας (Άρθρο 18, παρ. 4) αναφέρεται ότι «Επιτρέπεται, σύµφωνα µε τη διαδικασία που καθορίζει ειδικός νόµος, ο αναδασµός αγροτικών εκτάσεων για την επωφελέστερη εκµετάλλευση του εδάφους, καθώς και η λήψη µέτρων για αποφυγή της υπέρµετρης κατάτµησης ή για διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατµηµένης µικρής αγροτικής ιδιοκτησίας». Σήµερα βρίσκεται σε ισχύ ο νόµος 674/1977 «Περί αναδασµού της γης και µεγεθύνσεως των γεωργικών εκµεταλλεύσεων και άλλων τινών διατάξεων» ΦΕΚ Α. 242/1977. Ο νόµος αυτός ήρθε να βελτιώσει ή να καταργήσει προηγούµενες σχετικές διατάξεις4.


Βασικό µειονέκτηµα του νόµου παραµένει η έλλειψη εξασφάλισης πρόνοιας για προστασία των νέων ενιαίων εκµεταλλεύσεων από µελλοντικό κατακερµατισµό ο οποίος µοιραία θαοδηγήσει στην αρχική, προ του αναδασµού, κατάσταση.


Οι ορεινές γεωργικές εκµεταλλεύσεις έχουν ορισµένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση µε την υπόλοιπη χώρα. Οι κλίσεις του εδάφους και το ραγδαία εναλλασσόµενο ανάγλυφο δεν ευνοούν την ύπαρξη µεγάλων γεωργικών εκµεταλλεύσεων. Οι ενιαίες και µεγαλύτερες σε µέγεθος γεωργικές εκµεταλλεύσεις αποσκοπούν στην αύξηση της αποδοτικότητας και του κέρδους της εκµετάλλευσης µε ταυτόχρονη µείωση του κόστους, που οφείλεται στην ευκολότερη εφαρµογή ορισµένων γεωργικών πρακτικών και στη µηχανοποίηση της παραγωγής. Στις ορεινές περιοχές δεν είναι εύκολο να εφαρµοστούν µηχανικά συστήµατα παραγωγής λόγω του τοπογραφικού αναγλύφου αλλά και της µεγάλης ηλικίας των αρχηγών των εκµεταλλεύσεων οι οποίοι δεν είναι εύκολα επιδεκτικοί σε µη παραδοσιακές µεθόδους. Εξάλλου η επιδίωξη µεγιστοποίησης των γεωργικών αποδόσεων δεν θα πρέπει θεωρητικά να αποτελεί στόχο για την Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη των ορεινών περιοχών, γιατί θα οδηγήσει σε αδιέξοδα που θα σχετίζονται µε τη δυσκολία εύρεσης εργατικών χεριών, τη στιγµή που οι περιοχές αυτές διαρκώς εγκαταλείπονται, µε τη δυσκολία διακίνησης των γεωργικών προϊόντων, άρα και την αµφίβολη εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού γεωργικού εισοδήµατος, αλλά και στην υποβάθµιση του ιδιαίτερα ευαίσθητου, εύθραυστου και ευάλωτου ορεινού περιβάλλοντος και των πολύτιµων οικοσυστηµάτων του. Εποµένως η εφαρµογή µέτρων όπως οι αγροτικοί αναδασµοί, αντικειµενικά δεν µπορούν να έχουν τα επιθυµητά αποτελέσµατα στις ορεινές περιοχές υπό το πρίσµα των ιδιαίτερων συνθηκών της φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής τους πραγµατικότητας.


Επιπλέον η αποσπασµατική λήψη «µερικών» µέτρων και η επιλεκτική διόγκωση ενός από τους τοµείς γεωργία-κτηνοτροφία-δασοπονία µπορεί να προκαλέσει επιπλέον προβλήµατα στη ζωή των κατοίκων των ορεινών περιοχών. Μέχρι τη δεκαετία του '80 η ακολουθούµενη πολιτική γης στους τοµείς αυτούς ήταν προσαρµοσµένη στο κλαδικό µοντέλο ανάπτυξης και απείχε σηµαντικά από την ανάγκη ολοκληρωµένης θεώρησης, προσέγγισης, µελέτης και αντιµετώπισης της αδιάστατης ενότητας των σχετικών προβληµάτων µε ενιαίο και ολοκληρωµένο τρόπο (Ρόκος 1993, 1994, 1998α).


Ως σηµαντικό µέτρο πολιτικής γης για την προστασία των δασών µπορεί να αναφερθεί η κήρυξη ορισµένων δασών σε αισθητικά δάση5 και σε εθνικούς δρυµούς6. Γενικότερα πάντως, η ακολουθούµενη πολιτική γης για τα δάση µέχρι τη δεκαετία του '80, καθρεφτίζεται στο Ν.  998/79 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας», σύµφωνα µε τον οποίο επιτρέπονται παραχωρήσεις δασικών εκτάσεων για γεωργικούς ή άλλους (τουριστικές, αθλητικές, σχολικές κτλ. εγκαταστάσεις) λόγους, µόνο µετά από έγκριση από το Υπουργείο Γεωργίας ή την αρµόδια δασική αρχή. Το τελευταίο καταργήθηκε από το Ν. 1734/87 («Βοσκότοποι και ρύθµιση ζητηµάτων σχετικών µε κτηνοτροφική αποκατάσταση και µε άλλες παραχωρήσεις καθώς και θεµάτων που αφορούν δασικές εκτάσεις») σύµφωνα µε τον οποίο η παραχώρηση για τους σκοπούς αυτούς γίνεται µε απόφαση του νοµάρχη αν πρόκειται για έκταση µέχρι 10 στρ., του Υπουργού Γεωργίας αν πρόκειται για έκταση µέχρι 50 στρ. και του Υπουργικού Συµβουλίου αν πρόκειται για µεγαλύτερες εκτάσεις. Στην προσπάθεια ενδεχοµένως του νοµοθέτη να αποφεύγεται µεγάλος όγκος γραφειοκρατίας και να γίνεται πιο αποτελεσµατική και παραγωγική η δηµόσια διοίκηση από τη µια και από την άλλη να ενισχυθεί περισσότερο ο ρόλος των νοµαρχιών, διευκολύνονται ετεροβαρώς οι διαδικασίες αλλαγής χρήσεως γης των δασικών εκτάσεων και περιορίζεται η προστασία του περιβάλλοντος.


Στον ίδιο νόµο θεσµοθετείται το καθεστώς βόσκησης των βοσκοτόπων, σύµφωνα µε το οποίο κάθε βοσκός έχει το δικαίωµα για ελεύθερη βόσκηση επί πληρωµή ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς της έκτασης, γεγονός που οδηγεί στην υποβάθµισή τους αφού ουσιαστικά δε λαµβάνονται µέτρα για τη διασφάλιση της βοσκοϊκανότητας και την ορθολογική διαχείρισή τους. Σοβαρό πρόβληµα από την άλλη µεριά δηµιουργεί ο χαρακτηρισµός των βοσκοτόπων ως δασικών εκτάσεων γεγονός που σηµαίνει ότι µετά από ενδεχόµενη πυρκαγιά οι βοσκότοποι κηρύσσονται αναδασωτέες εκτάσεις, ενώ αυτά καθ' αυτά τα περιαστικά δάση µπορούν να συνεχίζουν να καταπατώνται παρά τη θεωρητική τους κήρυξη ως αναδασωτέων. Στην περίπτωση των ορεινών περιοχών το πρόβληµα είναι αντίθετο από αυτό των περιαστικών δασών τα οποία όλο και συρρικνώνονται. Στις ορεινές περιοχές το νοµοθετικό πλαίσιο για την αποκατάσταση των δασικών εκτάσεων είναι τέτοιο που υπάρχει κίνδυνος µετά από πυρκαγιές, εκτάσεις οι οποίες προηγουµένως χρησιµοποιούνταν ως βοσκότοποι να αναδασωθούν ή γεωργικές εκτάσεις οι οποίες εγκαταλείφθηκαν για κάποιο διάστηµα µε αποτέλεσµα το δάσος να επεκταθεί σε αυτές, να µη µπορούν να ξαναχρησιµοποιηθούν παραγωγικά. Τα µέτρα αυτά κάθε άλλο παρά προστατεύουν την ορεινή δασοπονία. Αντίθετα, δηµιουργούν ακόµα πιο αρνητικό κλίµα ως προς την αντιµετώπιση του δάσους από τους γεωργοκτηνοτρόφους και αποµακρύνουν τις περιοχές αυτές από την Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη στους τοµείς της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της δασοπονίας, βασική προϋπόθεση για την οποία αποτελεί η κατανόηση της αλληλεξάρτησης και της διαλεκτικής σχέσης των τοµέων αυτών για να στηριχθεί το ζωντάνεµα των ορεινών περιοχών και όχι η µηχανιστική θεώρησή τους ως ανταγωνιστικών µεταξύ τους τοµέων.


Άλλα µέτρα πολιτικής γης στον τοµέα της δασοπονίας είναι οι αναδασώσεις και η κατάρτιση του δασικού κτηµατολογίου. Η κατάρτιση δασικού κτηµατολογίου αποφασίστηκε το 1976 µε το Ν. 248/1976 ο οποίος στη συνέχεια τροποποιήθηκε από το Ν. 998/1979 και στοχεύει στην καταγραφή των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας σε σχέση µε το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, ερήµην ενός εθνικού κτηµατολογίου ως της απαραίτητης µετρητικής και ποιοτικής υποδοµής µιας τέτοιας προσπάθειας. Η απογραφή δεν περιορίζεται στα δάση και στις δασικές εκτάσεις που υπάρχουν σήµερα, αλλά και σε αυτά που υπήρχαν στο παρελθόν και άλλαξαν µορφή ή χρήση. Από τότε κατά το ΚΕΠΕ (1989) η απογραφή, χαρτογράφηση και ταξινόµηση των δασών και των δασικών γαιών, έργα εξέχουσας σηµασίας για τον προγραµµατισµό ανάπτυξης της δασοπονίας της Ελλάδας, έχει προχωρήσει µε πολύ βραδύ ρυθµό, το ίδιο και η σύνταξη του δασικού κτηµατολογίου. Ως κύριες αιτίες αναφέρονται3 τα διαδικαστικά θέµατα που καθιέρωσε ο νόµος 248/1976, τα οποία είναι πολύ χρονοβόρα και δεν επιτρέπουν ταχεία προώθηση των εργασιών και οι διαφορετικοί ορισµοί της εν γένει δασικής έκτασης στο νόµο 248/1976 και το νόµο 998/1979, µε συνέπεια τις  δυσχέρειες στο διαχωρισµό των δασικών από τις µη δασικές εκτάσεις. Επιπλέον η προώθηση του Εθνικού Κτηµατολογίου από το 1986 χωρίς τη µέχρι σήµερα εξασφάλιση της λογικά αναµενόµενης αλλά και προδιαγραφόµενης από το Νόµο ενσωµάτωσης σ' αυτό όλων των «µερικών» και αποσπασµατικών σχετικών µέτρων, προσέθεσε νέα προβλήµατα µε την καθιέρωση παράλληλων διαδικασιών αλλά και επικαλυπτόµενων υπηρεσιακών και χωρικών αρµοδιοτήτων (Ρόκος 1993, 1994).


Η ολοκληρωµένη µετρητική και ποιοτική καταγραφή και παρακολούθηση της ορεινής πραγµατικότητας, αλλά και γενικότερα η ολοκληρωµένη χαρτογράφηση του ελληνικού αγροτικού χώρου, δεν µπορεί να καταστεί δυνατή µε την κατάρτιση «µερικών κτηµατολογίων» (δασικό, ελαιοκοµικό κτλ.). Η συστηµατική καταγραφή της φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας του αγροτικού χώρου που θα αποτελέσει και βάση για την ολοκληρωµένη ανάπτυξή του µπορεί να γίνει µόνο µέσα από κατάρτιση του Ολοκληρωµένου Αναπτυξιακού Εθνικού Κτηµατολογίου. Η πρώτη προσπάθεια εισαγωγής του θεσµού του κτηµατολογίου στην Ελλάδα έγινε το 1836 µε διάταγµα του Όθωνα. Ακολούθησαν 4.000 περίπου νόµοι, διατάγµατα και υπουργικές αποφάσεις χωρίς όµως ουσιαστικό αντίκρισµα7 (Ρόκος 1980, 1989, 1993).


Από το 1994, οκτώ χρόνια µετά τον πρώτο νόµο ο οποίος δηµοσιεύτηκε το 1986 και ακολουθεί τις βασικές αρχές του «Ολοκληρωµένου Αναπτυξιακού Κτηµατολογίου» (Ρόκος 1980), µε τις ενέργειες του Υ.ΠΕ.ΧΩ.∆.Ε. και την χρηµατοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (∆εύτερο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης) και του Ελληνικού Κράτους, βρίσκεται σε εξέλιξη η σηµαντικότερη και ουσιαστικότερη προσπάθεια για τη σύνταξη του Εθνικού Κτηµατολογίου. ∆υστυχώς όµως αυτή τη στιγµή η απορρόφηση του 83% του κοινοτικού προϋπολογισµού και η ταυτόχρονη ολοκλήρωση µόνο του 21% του έργου, οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση στην αποσύνδεση του Κτηµατολογίου από το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα Περιβάλλοντος 2000¬2006 και το αντίστοιχο ποσό θα µπει στο εθνικό αποθεµατικό, µε την προοπτική επιστροφής στο πρόγραµµα σε χρόνο που θα κριθεί κατάλληλος, γεγονός που αποτελεί µεγάλο πλήγµα για την πορεία του έργου.


Μέτρα ειδικά για τις µειονεκτικές (ορεινές) περιοχές αναφέρονται για πρώτη φορά σε πολιτικό σχεδιασµό στο κεφάλαιο για την Περιφερειακή Ανάπτυξη του προγράµµατος 1960¬1964, στο οποίο προτείνονται πιλοτικά αναπτυξιακά προγράµµατα για ορισµένες από αυτές. Η µεταπολεµική αναπτυξιακή προσπάθεια στην Ελλάδα, όπως εξάλλου και διεθνώς9 είτε στο επίπεδο του σχεδιασµού (πενταετή προγράµµατα) ή στο επίπεδο της πρακτικής εφαρµογής αναπτυξιακών πολιτικών στηρίχθηκε στο πρότυπο της τοµεακής/κλαδικής και όχι της ολοκληρωµένης ανάπτυξης, µε ισχυρότατη τη µονοκαλλιέργεια της οικονοµικής διάστασης.


Την περίοδο 1973-1977 τίθεται σε εφαρµογή το πρώτο Πενταετές Πρόγραµµα Κοινωνικοοικονοµικής Ανάπτυξης που βασίστηκε στο Σχέδιο Κοινωνικής και Οικονοµικής Ανάπτυξης Μακροχρόνιας Προοπτικής 1973-1987 (ΚΕΠΕ 1991). Σε σχέση µε τους τοµείς στους οποίους εστιάζει η παρούσα εργασία, γίνεται αναφορά σε «ορθή εκµετάλλευση των φυσικών και άλλων διαθέσιµων πόρων και δεξιοτήτων µε κατάλληλη αναπτυξιακή επέµβαση στις παραδοσιακές δραστηριότητες (κτηνοτροφία, δασοκοµία, αλιεία, χειροτεχνία, τουρισµός, εξόρυξη ορισµένων σπάνιων υπεδάφιων πόρων) και προστασία και ανάδειξη των πολύτιµων αξιών του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος». Ταυτόχρονα όµως, µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70, εξακολουθούν να ισχύουν ρυθµίσεις που συντέλεσαν στην εγκατάλειψη των ορεινών περιοχών και στη συγκέντρωση του µεγαλύτερου µέρους του πληθυσµού στα µεγάλα αστικά κέντρα (ευνοϊκοί όροι δόµησης, ανοχή/άδεια αυθαίρετων οικισµών και επεκτάσεων βιοµηχανιών και τουριστικών συγκροτηµάτωνκτλ.) (Ρόκος 1993).

 


3.2 Η επίδραση της ευρωπαϊκής πολιτικής και ιδίως της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην εθνική πολιτική γης για τον ορεινό αγροτικό χώρο


Η δεκαετία του '80, και ιδιαίτερα το δεύτερο µισό χαρακτηρίζεται από την αύξουσα επιρροή των ευρωπαϊκών πολιτικών. Το 1981 παρουσιάζεται από το Υπουργείο Γεωργίας ο πρώτος κατάλογος κατάταξης ορισµένων περιοχών της χώρας στις µειονεκτικές, σύµφωνα µε την Οδηγία 268/75 της ΕΟΚ. Το Πενταετές Πρόγραµµα Κοινωνικοοικονοµικής Ανάπτυξης της Χώρας 1978-1982, περιλαµβάνει µέτρα σχετικά µε την Οδηγία (χρηµατοδότηση κατά 40¬50% έργων υδρευτικών, αρδευτικών, αντιπληµµυρικών, βελτίωσης βοσκοτόπων κτλ. και άµεσες χρηµατικές παροχές στους αγρότες). Τα σχετικά µέτρα τα οποία εφαρµόστηκαν µέχρι το 1985, χαρακτηρίζονται από την προσπάθεια της Ελλάδας να προσαρµοστεί στις νέες συνθήκες που διαµορφώνονται και να καλύψει το υπόλοιπο τµήµα των απαιτούµενων δαπανών από εθνικούς πόρους. Οπωσδήποτε πάντως αρχίζει να διαµορφώνεται µια καινούρια πολιτική που δείχνει να ενδιαφέρεται για την αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, παρά τις όποιες διοικητικές, διαχειριστικές, κτλ. εµπλοκές και ανεπάρκειες10 (Υ.ΠΕ.ΧΩ.∆.Ε. 2000).


Μετά το 1985 αρχίζει να κατανοείται και να διαδίδεται στην Ελλάδα µια έννοια της «ολοκληρωµένης ανάπτυξης» µε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να χρηµατοδοτήσει τα Μεσογειακά Ολοκληρωµένα Προγράµµατα (ΜΟΠ) (1986-1993). Στόχος των ΜΟΠ ήταν η χρηµατοδότηση τοπικών-ολοκληρωµένων προγραµµάτων ανάπτυξης, µε τα οποία ο αγροτικός τοµέας θα συνδεόταν µε τους άλλους τοµείς και κλάδους σε τοπικό επίπεδο, ώστε να πολλαπλασιασθούν οι αναπτυξιακές επιδόσεις σε προϊόν και θέσεις εργασίας. Ακόµη και στο εσωτερικό του αγροτικού τοµέα, σε κάθε οικονοµική δραστηριότητα θα έπρεπε να ενισχύονται επιµέρους δράσεις οι οποίες θα αλληλοϋποστηρίζονταν και θα συνδέονταν µε την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τον πολιτισµό (π.χ. ανάδειξη της λαϊκής παράδοσης, κλπ.). Οι δηµόσιοι και ιδιωτικοί φορείς που ήταν υπεύθυνοι για το σχεδιασµό και την υλοποίηση της σχετικής αναπτυξιακής προσπάθειας δεν µπόρεσαν να προσαρµοσθούν στη νέα αντίληψη για την ολοκληρωµένη ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών και συνεχίστηκε στην πράξη η εφαρµογή του µοντέλου της κλαδικής ανάπτυξης.


Οι δυσκολίες της εφαρµογής των ΜΟΠ δυστυχώς συνεχίστηκαν και κατά την εφαρµογή του 1ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ) (1989-1993) και κατά την εφαρµογή του 2ου ΚΠΣ (1994-1999)10.


Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) αποτελεί πλέον, από τα µέσα της δεκαετίας του '80, το πρότυπο µε βάση το οποίο χαράζεται η εθνική πολιτική γης στον αγροτικό χώρο και όσον αφορά στις ορεινές και µειονεκτικές περιοχές συνοψίζεται στην ενίσχυση ορισµένων σύγχρονων ή παραδοσιακών καλλιεργειών, στην ενίσχυση συγκεκριµένων κτηνοτροφικών και δασοκοµικώντεχνικώνκαι έργων και στηνπροώθηση εναλλακτικών µορφών τουρισµού.


Η ΚΑΠ, δηλαδή το σύνολο των κανόνων που αφορούν στη διάρθρωση της γεωργίας και στη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων µέσα στην Κοινότητα, διαµορφώθηκε µε βάση τις κατευθύνσεις της Συνθήκης της Ρώµης και η εναρµόνιση των κρατών µελών µε τις αρχές της είναι υποχρεωτική (Μαραβέγιας 1992).


Η γεωργική πολιτική της Κοινότητας έχει τους εξής ειδικούς αντικειµενικούς στόχους, όπως αναφέρεται στην Ενοποιηµένη Απόδοση περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, άρθρο 33 (πρώην άρθρο 39, Συνθήκη της Ρώµης) (Ευρωπαϊκή Ένωση 1997α, β):

  • Αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας µε την αξιοποίηση της τεχνικής προόδου,
  • την εξασφάλιση ορθολογικής ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής, καθώς και την άριστη χρησιµοποίηση των συντελεστών παραγωγής και κυρίως του εργατικού δυναµικού.
  • Εξασφάλιση κατ' αυτό τον τρόπο ενός δίκαιου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσµό, κυρίως µε την αύξηση του ατοµικού εισοδήµατος των εργαζοµένων στη  γεωργία.
  • Σταθεροποίηση τωναγορών
  • Εξασφάλιση του ανεφοδιασµού της αγοράς.
  • ∆ιασφάλιση λογικών τιµών κατά τη διάθεση τωνπροϊόντων στηνκατανάλωση.

Στην αρχική µορφή της ΚΑΠ, η διακίνηση των προϊόντων οργανώθηκε µε βάση την προτίµηση έναντι του εξωτερικού, την προοδευτική πραγµατοποίηση ενιαίας αγοράς στο εσωτερικό της Κοινότητας και την κοινή χρηµατοδοτική ευθύνη. Τα µέτρα αποσκοπούσαν δηλαδή, στη στήριξη των ενδοκοινοτικών προϊόντων και στην επίτευξη αυτάρκειας στην Κοινότητα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως πρώτη προτεραιότητα τέθηκε η ανάγκη εξοικονόµησης πόρων από τον Κοινοτικό Προϋπολογισµό για στόχους περισσότερο αναπτυξιακούς (έρευνα, τεχνολογία κτλ). Oι διεθνείς πιέσεις (κυρίως από τις ΗΠΑ) στα πλαίσια της GATT (Γενική Συµφωνία ∆ασµών και Εµπορίου, General Agreement on Tariffs and Trade) για µείωση της προστασίας της ΚΑΠ, λόγω των υπερβολικών εντάσεων στις διεθνείς αγορές αγροτικών προϊόντων, σε συνδυασµό µε τη µείωση του πολιτικού βάρους των αγροτών ως οµάδας πίεσης (και ως ποσοστού εκλογικού σώµατος), οδήγησαν τελικά στην µεταρρύθµιση της ΚΑΠ. Κρίθηκε σχετικά και επιβλήθηκε ότι η στήριξη και η προστασία της γεωργίας είναι αντίθετη µε τις διατάξεις της GATT και ότι η κατάργηση των προστατευτικών µηχανισµών θα οδηγήσει στην αύξηση της παγκόσµιας ευηµερίας (Μαραβέγιας 1992).


Η µεταρρύθµιση αυτή πραγµατοποιήθηκε το 199911. Όπως αναφέρεται στο κείµενο της µεταρρύθµισης (European Commission 2000a, b) αλλά και στο Κεφάλαιο 14 της Agenda 21 (UN Commission for Sustainable Development 1992) το οποίο αναφέρεται στην «αειφόρο γεωργία» και στην περιφερειακή ανάπτυξη, οι βασικές αρχές της νέας πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης συνοψίζονται στην προώθηση και ανάδειξη του πολυλειτουργικού χαρακτήρα της γεωργίας, δηλαδή στον ποικίλο ρόλο της πέραν της παραγωγής ειδών διατροφής, στη διαφοροποίηση των γεωργικών δραστηριοτήτων προκειµένου να δηµιουργηθούν νέες πηγές εισοδήµατος και απασχόλησης, στην προώθηση της αποκέντρωσης και στην απλούστευση της σχετικήςνοµοθεσίας.


Ως στόχος της µεταρρύθµισης αναφέρεται ο «εκσυγχρονισµός» και η «βιωσιµότητα» του Ευρωπαϊκού γεωργικού τοµέα στο µέλλον. Η µελέτη όµως των κατευθύνσεων και των µέτρων της αναθεωρηµένης ΚΑΠ, οδηγεί στη διαπίστωση ότι έχουν γίνει υποχωρήσεις απέναντι στις διεθνείς πιέσεις για κατάργηση των προστατευτικών µηχανισµών. Επιπλέον, η εισαγωγή κάποιων προϊόντων (π.χ. βαµβάκι) από τρίτες χώρες είναι φθηνότερη για την Ε.Ε. απ' ότι η χορήγηση ενισχύσεων στα κράτη µέλη για την παραγωγή τους, µε αποτέλεσµα να ασκούνται πιέσεις για µείωση της παραγωγής τέτοιων προϊόντων. Ταυτόχρονα παρατηρείται αύξηση των ενισχύσεων για παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων και ιδιαίτερα προϊόντων που προέρχονται από βόειο κρέας, παραγωγικό κλάδο που παραπέµπει σε χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης, οι οποίες κατ΄ εξοχήν στηρίζουν τη γεωργία τους σε αυτά τα προϊόντα. Τέλος, στην αναθεωρηµένη ΚΑΠ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στοπεριβάλλον και σε γεωργοπεριβαλλοντικά µέτρα. Όλα τα πιο πάνω, αποτελούν τις βασικές διαφορές της αναθεωρηµένης ΚΑΠ σε σχέση µεό,τι ίσχυε τα προηγούµενα χρόνια. Η αλλαγή πολιτικής και στόχων καθρεφτίζεται και στα µέτρα πολιτικής γης για τον αγροτικό χώρο, τα οποία αποσκοπούν στην συρρίκνωσή του, στην συσσώρευση γεωργικών εκµεταλλεύσεων µεγαλύτερου µεγέθους σε λιγότερα άτοµα και στη µείωση των καλλιεργούµενων εκτάσεων, ιδιαίτερα όσοναφορά σε ορισµένα φυτικά είδη (π.χ. βαµβάκι, ελιά κ.α.).

Συγκεκριµένα, στην αναθεωρηµένη ΚΑΠ εξαγγέλλονται τα εξής µέτρα αγροτικής ανάπτυξης11 τα οποία αφορούν και στις ορεινές περιοχές και επηρεάζουν απολύτως οριακά τις σχετικές πολιτικές γης:

  • Επενδύσεις στις γεωργικές εκµεταλλεύσεις: Όσον αφορά στις µειονεκτικές περιοχές12 οι κρατικές και κοινοτικές ενισχύσεις µπορούν να φτάνουν το 50% του όγκου των επιλέξιµων δαπανών, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές το 40%. Στην περίπτωση που οι επενδύσεις πραγµατοποιούνται από νέους γεωργούς οι ενισχύσεις είναι αυξηµένες κατά 5%.
  • Ανθρώπινο δυναµικό: νέοι γεωργοί, πρόωρη συνταξιοδότηση, κατάρτιση: Τα µέτρα αυτά αφορούν στην ηλικιακή αναδιάρθρωση του αγροτικού πληθυσµού και την κατάρτισή του σε θέµατα τα οποία συνδέονται µε την προώθηση της ποιότητας και µεθόδους παραγωγής φιλικές προς το περιβάλλον.
  • Μειονεκτικές περιοχές: Συνεχίζεται η χορήγηση αντισταθµιστικών αποζηµιώσεων και προστίθεται ένα νέο µέτρο που αφορά σε περιοχές που υπόκεινται σε περιβαλλοντικούς περιορισµούς13.
  • ∆άση: Η στήριξη στη δασοκοµία εντάσσεται στη δασοκοµική στρατηγική που υιοθετήθηκε µε στόχο τη διασφάλιση της προστασίας, της «αειφόρου» διαχείρισης και της ανάπτυξης των δασών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύµφωνα µε την Ε.Ε., η στρατηγική αυτή αξιοποιεί το βασικό ρόλο των δασών από οικολογική, οικονοµική και κοινωνική άποψη, δηλαδή αξιοποιεί τον πολυλειτουργικό ρόλο τωνδασών14,15.
  • Μεταποίηση και εµπορία γεωργικών προϊόντων: Και σε αυτή την περίπτωση οι ενισχύσεις για επενδύσεις σε µειονεκτικές περιοχές είναι αυξηµένες σε σχέση µε άλλες περιοχές.
  • Γεωργοπεριβαλλοντικά µέτρα: Αυτά είναι υποχρεωτικά για τα κράτη-µέλη, αλλά παραµένουν προαιρετικά για τους γεωργούς, στους οποίους χορηγούνται ενισχύσεις µε την υποχρέωση να ακολουθήσουν συγκεκριµένες γεωργικές πρακτικές για 5 χρόνια.
  • ∆ιάφορα µέτρα για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών: Περιλαµβάνονται µέτρα όπως έγγειες βελτιώσεις, αναδασµοί, εµπορία γεωργικών προϊόντων ποιότητας, ανάπτυξη και βελτίωση των υποδοµών κ.α.

Συγκεκριµένα οι διατάξεις οι οποίες αφορούν στην ανάπτυξη και την ενίσχυση των ορεινών περιοχών και τη δασοπονία παρατίθενται στους Πίνακες 1, 2 και 3, που ακολουθούν.


Πίνακας 1: Ισχύουσα Ευρωπαϊκή Νοµοθεσία για τον καθορισµό των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών στην Ελλάδα

Κανονισµός

Θέµα

75/268/ΕΟΚ

Οδηγία σχετικά µε τη γεωργία στις ορεινές και άλλες µειονεκτικές περιοχές (1975)

81/645/ΕΟΚ

Οδηγία του Συµβουλίου της 20ής Ιουλίου 1981 περί του κοινοτικού καταλόγου των µειονεκτικών γεωργικών περιοχών κατά την έννοια της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ (Ελλάδα)

83/339/ΕΟΚ

Οδηγία του Συµβουλίου της 9ης Ιουλίου 1983 για την τροποποίηση της οδηγίας 81/645/ΕΟΚ περί του κοινοτικού καταλόγου των µειονεκτικών γεωργικών περιοχών κατά την έννοια της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ (Ελλάδα)

85/148/ΕΟΚ

Οδηγία του Συµβουλίου της 29ης Ιανουαρίου 1985 για την τροποποίηση της οδηγίας 81/645/ΕΟΚ περί του κοινοτικού καταλόγου των µειονεκτικών γεωργικών περιοχών κατά την έννοια της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ (Ελλάδα)

89/588/ΕΟΚ

Οδηγία του Συµβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 1989 για την τροποποίηση της οδηγίας 81/645/ΕΟΚ περί του κοινοτικού καταλόγου των µειονεκτικών γεωργικών περιοχών κατά την έννοια της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ (Ελλάδα)

93/66/ΕΟΚ

Οδηγία του Συµβουλίου της 19ης Ιουλίου 1993 για την τροποποίηση της οδηγίας 81/645/ΕΟΚ περί του κοινοτικού καταλόγου των µειονεκτικών περιοχών κατά την έννοια της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ (Ελλάδα)

94/516/ΕΚ

Απόφαση της Επιτροπής της 27ης Ιουλίου 1994 η οποία τροποποιεί τα όρια των µειονεκτικών περιοχών στην Ελληνική ∆ηµοκρατία στο πλαίσιο της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ του Συµβουλίου


 

 

Πίνακας 2: Κοινωνικοδιαρθρωτικά κοινοτικά µέτρα που σχετίζονται µε τον ορεινό αγροτικό χώρο

Κανονισµός

Θέµα

82//658/ΕΟΚ

Απόφαση της Επιτροπής της 10ης Σεπτεµβρίου 1982 περί εφαρµογής της µεταρρύθµισης των γεωργικών διαρθρώσεων στην Ελλάδα σύµφωνα µε τον τίτλο ΙΙ της οδηγίας 75/268/EOK του Συµβουλίου

82/1975/ΕΟΚ

Κανονισµός του Συµβουλίου της 19ης Ιουλίου 1982 για την επιτάχυνση της γεωργικής ανάπτυξης σε ορισµένες περιοχές της Ελλάδας

88/4073/ΕΟΚ

Κανονισµός του Συµβουλίου της 19ης ∆εκεµβρίου 1988 για τροποποίηση του κανονισµού (ΕΟΚ) αριθ. 1975/82 για την επιτάχυνση της γεωργικής ανάπτυξης σε ορισµένες περιοχές της Ελλάδας

98/235/EK

Απόφαση της Επιτροπής της 11ης Μαρτίου 1998 για τη λειτουργία των συµβουλευτικών επιτροπών στον τοµέα της κοινής γεωργικής πολιτικής

99/1257/ΕΚ

Κανονισµός του Συµβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταµείο Προσανατολισµού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισµένων κανονισµών

99/1750/ΕΚ

Κανονισµός της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1999 για τη θέσπιση λεπτοµερών κανόνων εφαρµογής του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συµβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταµείο Προσανατολισµού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ)

99/2603/ΕΚ

Κανονισµός της Επιτροπής της 9ης ∆εκεµβρίου 1999 για τη θέσπιση µεταβατικών κανόνων όσον αφορά τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης που προβλέπεται από τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συµβουλίου

00/2075/ΕΚ

Κανονισµός της Επιτροπής της 29ης Σεπτεµβρίου 2000 για τροποποίηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1750/1999 σχετικά µε τη θέσπιση λεπτοµερών κανόνων εφαρµογής του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συµβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταµείο Προσανατολισµού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ)


 

 

Πίνακας 3: Ισχύουσα Ευρωπαϊκή Νοµοθεσία για τη διαχείριση των δασών

Κανονισµός

Θέµα

89/1615/ΕΟΚ

Κανονισµός του Συµβουλίου της 29ης Μαΐου 1989 για τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συστήµατος ∆ασικών Πληροφοριών και Επικοινωνίας (EFICS)

92/2158/ΕΚ

Κανονισµός του Συµβουλίου της 23ης Ιουλίου 1992 για την πυροπροστασία των κοινοτικών δασών

94/804/ΕΚ

Κανονισµός της Επιτροπής της 11ης Απριλίου 1994 περί ορισµένων λεπτοµερών κανόνων εφαρµογής του κανονισµού (ΕΟΚ) αριθ. 2158/92 του Συµβουλίου όσον αφορά τα συστήµατα πληροφόρησης για τις πυρκαγιές των δασών

94/1091/ΕΚ

Κανονισµός της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 1994 που καθορίζει ορισµένες λεπτοµέρειες εφαρµογής του κανονισµού (ΕΟΚ) αριθ. 3528/86 του Συµβουλίου για την προστασία των δασών στην Κοινότητα από την ατµοσφαιρική ρύπανση

97/308/ΕΚ

Κανονισµός του Συµβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 1997 για τροποποίηση του κανονισµού (ΕΟΚ) αριθ. 2158/92 για την πυροπροστασία των κοινοτικών δασών

97/827/ΕΚ

Απόφαση της Επιτροπής της 9ης ∆εκεµβρίου 1997 που τροποποιεί την απόφαση 83/247/ΕΟΚ σχετικά µε τη σύσταση συµβουλευτικής επιτροπής για την κοινοτική πολιτική στον τοµέα της ξυλείας

99/1257/ΕΚ

Κανονισµός του Συµβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταµείο Προσανατολισµού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισµένων κανονισµών

99/1727/ΕΚ

Κανονισµός της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 1999 για ορισµένες λεπτοµέρειες εφαρµογής του κανονισµού (ΕΟΚ) αριθ. 2158/92 του Συµβουλίου για την πυροπροστασία των κοινοτικών δασών

99/1750/ΕΚ

Κανονισµός της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1999 για τη θέσπιση λεπτοµερών κανόνων εφαρµογής του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συµβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταµείο Προσανατολισµού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ)

399Υ0226(01)

Ψήφισµα του Συµβουλίου της 15ης ∆εκεµβρίου 1998 για µια δασική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης


Οι κανονισµοί του Πίνακα 1, αναφέρονται στην οριοθέτηση των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών στον ελληνικό χώρο, για τον καθορισµό των περιοχών στις οποίες θα χορηγούνται αυξηµένες ενισχύσεις και κίνητρα. Οι τροποποιήσεις αναφέρονται σε διεύρυνση του καταλόγου των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών στην Ελλάδα. Η έλλειψη επαρκών και αξιόπιστων στοιχείων και πληροφοριών σχετικά µε το φυσικό και το ανθρώπινο δυναµικό αυτών των περιοχών στη διάθεση της Ελληνικής κυβέρνησης, καθυστέρησε το χαρακτηρισµό τους από την Ε.Ε. ως ορεινές και µειονεκτικές και οδήγησε στην ψήφιση των τροποποιήσεων που αναφέρονται στον Πίνακα 1 µετά από συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών και αίτηση του Ελληνικού κράτους ότι κι άλλες περιοχές πληρούν τα κριτήρια που θεσπίστηκαν από την Οδηγία 75/268/ΕΟΚ για να χαρακτηριστούν έτσι.

 

Επισηµαίνεται λοιπόν η έλλειψη και η ανάγκη ύπαρξης µιας Ολοκληρωµένης Βάσης Γνώσης η οποία να διαθέτει, να εµπλουτίζεται και να ανανεώνεται συστηµατικά µε αξιόπιστα και έγκυρα µετρητικά και ποιοτικά στοιχεία που αφορούν στις συνθήκες της φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών της χώρας.


Οι κανονισµοί του Πίνακα 2, αφορούν στα κοινοτικά µέτρα που σχετίζονται µε την αναδιάρθρωση ευρύτερα του ευρωπαϊκού αγροτικού χώρου. Πριν τη µεταρρύθµιση της ΚΑΠ οι διατάξεις που αναφέρονταν στη γεωργική «ανάπτυξη» των ορεινών και των µειονεκτικών περιοχών θεωρούσαν ότι αυτή έπρεπε να στηριχτεί στη βελτίωση των βοσκοτόπων, στην εκτροφή βοοειδών, προβατοειδών και αιγοειδών, στην ανάπτυξη αγροτικών υποδοµών (ηλεκτρισµός, άρδευση, ύδρευση, διάφορες εγκαταστάσεις κλπ.) και σε τετριµµένα δασικά µέτρα (δεντροφυτεύσεις, κατασκευή δασικών δρόµων κλπ.).

 

Αυτή τη στιγµή µεγαλύτερης σηµασίας είναι ο Κανονισµός 1257/99 ο οποίος αποτελεί και ένα από τους βασικότερους Κανονισµούς της αναθεωρηµένης ΚΑΠ. Οι γενικές κατευθύνσεις που διατυπώνονται για την ορεινή γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασοπονία αναφέρονται σε ενίσχυση των νέων επενδύσεων και της εγκατάστασης νέων γεωργών στις ορεινές περιοχές, παραγωγή και εµπορία προϊόντων ποιότητας16 από τις τοπικές ορεινές κοινωνίες και χρήση φιλικών προς το περιβάλλον γεωργικών πρακτικών. Επίσης αναγνωρίζεται ο πολυλειτουργικός ρόλος των δασών και η ανάγκη για µια ολοκληρωµένη πολιτική που δεν θα αντιµετωπίζει τη δασοκοµία ξεχωριστά από τις υπόλοιπες γεωργικές δραστηριότητες και που θεωρεί τα δάση παράγοντα τήρησης των θεµελιωδών ισορροπιών για την προστασία του ορεινού περιβάλλοντος και µε ιδιαίτερη συµβολή στη διαφύλαξη και ανάπτυξη της γεωργίας.

 

Στην περίπτωση της γεωργίας ο όρος πολυλειτουργικότητα χρησιµοποιείται µε τελείως διαφορετική έννοια απ' ότι στην περίπτωση των δασών. Οι κατευθύνσεις της αναθεωρηµένης ΚΑΠ στοχεύουν στην κατάργηση της καθαρής ιδιότητας του αγρότη και στη δηµιουργία ενός νέου αγροτικού µοντέλου ζωής που θα συνδυάζει πολλές δραστηριότητες πέραν της παραγωγής, όπως βιοτεχνία, µεταποίηση ή αγροτουρισµό. Οι επακόλουθες τροποποιήσεις διευκρινίζουν κάποιες από τις διατάξεις του Κανονισµού 1257/99 και τροποποιούν κάποιες άλλες προκειµένου να διευκολυνθεί διοικητικά η εφαρµογή του (π.χ. µετατόπιση των προθεσµιών υποβολής των αιτήσεων για ενισχύσεις και των καταστάσεων των δαπανών του έτους από το κάθε κράτος µέλος στην Επιτροπή).


Αντίθετα µε τα όσα ίσχυαν από τη δεκαετία του '80 στους τοµείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, µόνο πρόσφατα και συγκεκριµένα µετά την αναθεώρηση της ΚΑΠ, άρχισε να εφαρµόζεται κοινή πολιτική για την προστασία των δασών στην Ευρώπη. Οι παλαιότεροι Κανονισµοί οι οποίοι παρουσιάζονται στον Πίνακα 3, αφορούν σε συγκεκριµένες αποσπασµατικές δράσεις και όχι σε Ολοκληρωµένη Πολιτική Γης για τη δασοπονία. Συγκεκριµένα η Ελλάδα από το 1992 κηρύχτηκε «περιοχή υψηλού κινδύνου» όσον αφορά στις πυρκαγιές και αποφασίστηκε η λήψη ειδικών µέτρων για την αντιµετώπιση του προβλήµατος.

 

Είναι προφανές ότι από τότε όχι µόνο δεν έχει σηµειωθεί καµία απολύτως βελτίωση, αλλά όλο και περισσότερα στρέµµατα δασικών εκτάσεων καίγονται και καταπατώνται κάθε χρόνο µε την ανοχή του κράτους. Η δράση η οποία είχε εξαγγείλει η Ε.Ε. για τη δεκαετία 1992-2002 µε στόχο την πυροπροστασία των δασών, ακόµα και αν είχε υλοποιηθεί σύµφωνα µε τις θεωρητικές εξαγγελίες, είναι αµφίβολο κατά πόσο θα µπορούσε επιτύχει το στόχο της. Σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις, για την πυροπροστασία είναι αρκετή η δηµιουργία µίας Βάσης Πληροφοριών η οποία στηρίζεται εξ' ολοκλήρου σε στατιστικά στοιχεία και παρατηρήσεις του παρελθόντος τα οποία θεωρούνται ικανά και επαρκή για να αποδώσουν τα αίτια και να συµβάλουν στην πρόβλεψη εκδήλωσης πυρκαγιών.

 

Είναι ευνόητο ότι δεν µπορεί να υπάρξει Ολοκληρωµένη Πολιτική για την αντιµετώπιση του προβλήµατος, εάν δεν υπάρχει συστηµατική και διαχρονική χαρτογράφηση, καταγραφή, µελέτη και αξιοποίηση όλων των µετρητικών και ποιοτικών πληροφοριών που αφορούν στις συγκεκριµένες κάθε φορά συνθήκες της φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας, οι οποίες αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν την εµφάνιση τέτοιων φαινοµένων στις ορεινές περιοχές. Το 1999 δηµοσιεύτηκε Ψήφισµα του Συµβουλίου σύµφωνα µε το οποίο αναγνωρίζεται η σηµασία και ο πολυλειτουργικός ρόλος των δασών (στο πλαίσιο της αναθεωρηµένης ΚΑΠ) και χαράσσεται ενιαία δασική στρατηγική στην Ε.Ε. η οποία έχει ως βασικές αρχές τη «βιώσιµη» διαχείριση των δασών, τη συνεργασία ανάµεσα στα κράτη µέλη, την προώθηση των δασικών προϊόντων και την ανάγκη ενσωµάτωσης της δασικής πολιτικής σε όλες τις τοµεακές κοινές πολιτικές (Κοινή Αγροτική Πολιτική, πολιτικές για το περιβάλλον, ενέργεια, εµπόριο, βιοµηχανία, έρευνα και εσωτερική αγορά).

 

Παραµένει να δούµε τα συγκεκριµένα µέτρα τα οποία θα εξαγγελθούν για την υλοποίηση της ενιαίας δασικής στρατηγικής και την αποτελεσµατικότητα τους. Τονίζεται ότι τα µέτρα δεν είναι δεσµευτικά για τα κράτη-µέλη διότι η Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ευρωπαϊκή Ένωση 1997β) δεν προβλέπει ειδική κοινή δασική πολιτική.


Πάντως η ευρωπαϊκή πολιτική γης για την ανάπτυξη της ορεινής γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας, δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως ολοκληρωµένη. ∆εν µπορεί για παράδειγµα να γίνεται λόγος για αναδιάρθρωση των γεωργικών εκµεταλλεύσεων και αυτή να αφορά µόνο στην ηλικιακή σύνθεση των αρχηγών και το µέγεθός τους, ενώ πουθενά δε δίνονται κατευθύνσεις π.χ. για αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών οι οποίες να στηρίζονται σε αξιόπιστες Ολοκληρωµένες Αποδόσεις (Integrated Surveys) της συγκεκριµένης πραγµατικότητας των φυσικών και ανθρώπινων δυνάµεων και δυνατοτήτων της. Προκειµένου να δοθούν τέτοιου είδους κατευθύνσεις, προσαρµοσµένες στην ιδιαίτερη φυσική και κοινωνικοοικονοµική πραγµατικότητα κάθε περιοχής, προϋποτίθεται ακριβής και αξιόπιστη καταγραφή, χαρτογράφηση και παρακολούθηση του ορεινού αγροτικού χώρου, δράση η οποία δεν αναφέρεται ως απαραίτητη ολοκληρωµένη υποδοµή πριν από οποιαδήποτε εξαγγελία, τη στιγµή που θα έπρεπε να αποτελεί σηµείο αναφοράς στο οποίο να βασίζεται οποιαδήποτε διάταξη σχετίζεται µε την πολιτική γης και για τις ορεινές περιοχές.


ΗΕ.Ε., µέσα από σειρά Κανονισµών, εξαγγέλλει το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν τα κράτη µέλη. Η εξειδίκευση των στόχων κατά περιοχή είναι εθνικό ζήτηµα. Όπως όµως διαπιστώνεται, η εθνική πολιτική γης στον ορεινό αγροτικό χώρο αποτελεί πλέον απλή υιοθέτηση και αναπαραγωγή τωνκοινοτικώνδιατάξεων.
Ήδη αναφέρθηκε ότι αντίθετα µε ότι ισχύει στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, η δασική πολιτική στην Ελλάδα δεν ήταν από τα µέσα την δεκαετίας του '80 αναπαραγωγή της ευρωπαϊκής πολιτικής, γεγονός που οφείλεται στο γεγονός ότι η κοινή ευρωπαϊκή δασική πολιτική διαµορφώθηκε και εντάχθηκε στην ΚΑΠ πιο πρόσφατα, ενώ µόνο τα τελευταία χρόνια αναγνωρίστηκε η διαλεκτική και η αλληλοεξαρτώµενη σχέση της µε τη γεωργία και τηνκτηνοτροφία (Πίνακας 3, Ψήφισµα 399Υ0226(01)).


Έτσι την τελευταία 15ετία η δασική πολιτική εστιάζει σε εφαρµογή έργων προστασίας των δασών, αναδασώσεις, έργα υποδοµής (δασική οδοποιία, διευθέτηση χειµάρρων), βελτίωσης των δασικών βοσκοτόπων, ενίσχυση της µη δηµόσιας δασοπονίας και µελέτες οι οποίες αφορούνκυρίως στο δασικό κτηµατολόγιο17 (ΚΕΠΕ 1989).


Όσον αφορά στις αναδασώσεις, το πιο ευρέως διαδεδοµένο µέτρο για την προστασία των δασών (χαρακτηριστικό της κατασταλτικής κι όχι προληπτικής πολιτικής για τα δάση), τα στοιχεία του ΚΕΠΕ (1989) και του Υπουργείου Γεωργίας δείχνουν διαχρονικά µείωση των στρεµµάτων των αναδασωτέων εκτάσεων (Βλ. ∆ιάγραµµα 1). Με τη διάστικτη γραµµή εικονίζεται η γραµµή τάσης της καµπύλης.


∆ιάγραµµα 1:
Εκτελεσθέντα έργα αναδασώσεων σε στρέµµατα (ΚΕΠΕ 1989, Υπουργείο Γεωργίας)

 

Αποδεικνύεται ότι παρά την αύξηση των καταπατήσεων και των πυρκαγιών οι αναδασώσεις όλο και µειώνονται σε έκταση, παρά το γεγονός ότι στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Γεωργίας3 επισηµαίνεται ότι η αναδάσωση 100.000 στρ. ετησίως θα µπορούσε να αποτελέσει εφικτό στόχο.

 

Συνολικά, απ' όλα όσα αναφέρθηκαν στα κεφάλαια 3.1 και 3.2, µπορεί κανείς να σχολιάσει ότι µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60 η πολιτική γης για την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών όχι µόνο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, αλλά και τα διάφορα µέτρα πολιτικής γης τα οποία λαµβάνονταν κατά καιρούς και είχαν αντίκτυπο και στην ανάπτυξη των ορεινών περιοχών, αν δεν ήταν απολύτως αρνητικά γι' αυτές και δεν οδηγούσαν στη συνέχιση της εγκατάλειψής τους (συνειδητή ενίσχυση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης πληθυσµών, κεφαλαίων και παραγωγικών, κοινωνικών, πολιτισµικών δραστηριοτήτων και δυνατοτήτων κυρίως στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, πολύπλευρη ενίσχυση της αστυφιλίας και της µετανάστευσης κλπ.) ήταν ευκαιριακά, αποσπασµατικά και συνήθως εξυπηρετούσαν συγκεκριµένες πολιτικές σκοπιµότητες εκλογικής πελατείας.

 

Το δεύτερο µισό της δεκαετίας του '70 και κυρίως η δεκαετία του '80 χαρακτηρίζονται από προσπάθειες οι οποίες εστιάζουν στην περιφερειακή ανάπτυξη, παρά τις αδυναµίες και τα προβλήµατά τους. Από το 1985 και ιδιαίτερα τη δεκαετία του '90 η επιρροή της ΕΟΚ/Ε.Ε. είναι τόσο ισχυρή ώστε σταδιακά χάνεται κάθε ίχνος εθνικής πολιτικής όσον αφορά στον αγροτικό τοµέα, διαπίστωση που επαληθεύεται στο έπακρον τη δεκαετία που διανύουµε τώρα, στην οποία βρίσκεται σε ισχύ το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.

 

Επιπλέον, µε την πάροδο του χρόνου ο όρος «ολοκληρωµένη ανάπτυξη του αγροτικού χώρου / της υπαίθρου» συναντάται όλο και περισσότερο σε διεθνείς και εθνικές εξαγγελίες για αγροτική ανάπτυξη, ως ισότιµος όµως στις περισσότερες περιπτώσεις µε αυτόν της «βιώσιµης ανάπτυξης», στην οποία όµως πυρήνας είναι ο οικονοµικός ανταγωνισµός και η οικονοµική βιωσιµότητα και µεγέθυνση, γεγονός που αποδεικνύεται από τη µέχρι τώρα ακολουθούµενη πολιτική στο «όνοµα» της βιώσιµης ανάπτυξης (Ρόκος 1998, 1999). Τα περιβαλλοντικά µέτρα, αποτελούν προς το παρόν τµήµατα της πολιτικής αυτής και δεν είναι εξαρχής εναρµονισµένα µε τα προτεινόµενα µέτρα πολιτικής γης για τις ορεινές περιοχές. Συνεπώς η αδυναµία της µέχρι τώρα ακολουθούµενης πολιτικής η οποία την αποµακρύνει από το όραµα της αξιοβίωτης ολοκληρωµένης ανάπτυξης (Ρόκος 1980, 1993, 1994, 1998, 1999), εστιάζεται στην αποσπασµατικότητα των µέτρων της και στην χάραξη ενιαίας πολιτικής για κάθε ευρωπαϊκή αγροτική ή ορεινή περιοχή, µε ηθεληµένη ή µη αγνόηση των συγκεκριµένων δυνάµεων, δυνατοτήτων αλλά και προβληµάτων της φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας και των φυσικών και πολιτισµικών ιδιαιτεροτήτων της.

 

 

3.3 Πολιτική γης για την ανάπτυξη του ορεινού αγροτικού χώρου για την περίοδο 2000¬2006


Στο Σχέδιο Περιφερειακής Ανάπτυξης για τον Πρωτογενή Τοµέα: 2000-2006 (Υπουργείο Γεωργίας 1999) αναγνωρίζονται τα προβλήµατα των ορεινών περιοχών και η αναποτελεσµατική µέχρι τώρα αντιµετώπισή τους και αναφέρεται ως κλειδί για την αντιµετώπισή τους η τοπική ανάπτυξη και ο προσδιορισµός των µικροπεριφερειών µε τα µεγαλύτερα προβλήµατα, των ιδιαιτεροτήτων τους και τα συγκριτικά τους πλεονεκτήµατα. Πρόσφατα ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας το Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης 2000-200618 στο οποίο δίδεται ιδιαίτερη έµφαση στην ανάπτυξη των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών της χώρας. Τα µέτρα τα οποία εξαγγέλλονται είναι πλήρως εναρµονισµένα µε τους Κοινοτικούς Κανονισµούς και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων µένουν στις γενικές κατευθύνσεις που δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να εξειδικεύονται τα µέτρα ανά περιοχή, παρά τις προηγούµενες εξαγγελίες, για ανάγκη επίλυσης των προβληµάτων µε βάση «µικροπεριφέρειες».


Το βασικότερο µέτρο και για την επόµενη εξαετία αποτελεί η χορήγηση ετησίως εξισωτικής αποζηµίωσης σε 180.000 γεωργοκτηνοτρόφους µόνιµους κάτοικους τωνπεριοχών αυτών και στους µετακινούµενους κτηνοτρόφους ως αντιστάθµισµα της απώλειας εισοδήµατος την οποία υφίστανται από την επίδραση των µονίµων φυσικών µειονεκτηµάτων που επικρατούν στις περιοχές αυτές. Οι εξισωτικές αποζηµιώσεις είναι αυξηµένες στις ορεινές, σε σχέση µε άλλες µειονεκτικές περιοχές, ενώ οι ενισχύσεις αυξάνονται επιπλέον στην περίπτωση νέων γεωργών, ιδιαίτερα εάν έχουν πράσινο πιστοποιητικό και «βιώσιµη» εκµετάλλευση19,20.


Στην αναθεωρηµένη Κοινή Αγροτική Πολιτική, αναφέρεται ως µία από τις βασικές αρχές ο πολυλειτουργικός χαρακτήρας της γεωργίας, δηλαδή ο ποικίλος ρόλος της, πέραν της παραγωγής ειδών διατροφής. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο ύψος των ενισχύσεων. Υψηλότερων ενισχύσεων όσον αφορά στις καλλιέργειες τυγχάνουν οι ζωοτροφές για πώληση, τα αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά, τα ψυχανθή και σιτηρά και τα είδη εκτός διατροφής. Οι λοιπές καλλιέργειες, τυγχάνουν της µισής αποζηµίωσης και ανάµεσα σ' αυτές είναι και η ελιά, η οποία όπως αναφέρθηκε αποτελεί την πιο εκτεταµένη ορεινή καλλιέργεια. Τα µέτρα αυτά αποτελούν µέρος της ευρύτερης κοινοτικής πολιτικής γης η οποία στοχεύει στη µείωση των καλλιεργούµενων εκτάσεων ελιάς, έστω κι αν αποτελεί καλλιέργεια προσαρµοσµένη στις ορεινές ελληνικές συνθήκες. Πολύ ψηλές ενισχύσεις δίνονται στους βοσκότοπους µε συγκοµιζόµενες τροφές για αυτοκατανάλωση. Το µέτρο αυτό θα µπορούσε να ενισχύσει σηµαντικά την ελληνική κτηνοτροφία, να αµβλύνει το χάσµα ανάµεσα στην γεωργική και την κτηνοτροφική παραγωγή στην Ελλάδα και παράλληλα να µειώσει την εξάρτηση των ορεινών περιοχών από τις πεδινές για την προµήθεια ζωοτροφών, δεδοµένου ότι λαµβάνονται κατάλληλα µέτρα και δίνονται κατευθύνσεις για ορθολογική διαχείριση των βοσκοτόπων.


Ένα άλλο µέτρο το οποίο σχετίζεται άµεσα µε τις ορεινές περιοχές είναι αυτό της πρόωρης συνταξιοδότησης, για τη βελτίωση της ηλικιακής σύνθεσης των αγροτών. Η ενίσχυση η οποία χορηγείται είναι αυξηµένη εάν οι δικαιούχοι του προγράµµατος επιλέξουν να µεταβιβάσουν τη γεωργική τους εκµετάλλευση σε διάδοχο γεωργό ηλικίας µέχρι 30 ετών. Παράλληλα επιδιώκεται και η αναδιάρθρωση του µεγέθους των εκµεταλλεύσεων αφού ως προϋπόθεση τίθεται το µέγεθος να είναι τουλάχιστον 30 στρ. ξηρικής καλλιέργειας ή ισοδύναµήςτης (βλ. Πίνακα 4).


Πίνακας 4: Ελάχιστο µέγεθος γεωργικής εκµετάλλευσης για ένταξη στο πρόγραµµα της πρόωρης συνταξιοδότησης

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ (είδος)

ΕΚΤΑΣΗ (Σε στρ.)

Ξηρικές

30

Ποτιστικές

12

Καπνά

6 (+ ποσόστωση)

∆ενδρώδεις καλλιέργειες

12

Αµπέλια

6

 

Πηγή: Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης 2000-2006, Υπουργείο Γεωργίας 1999.


Επίσης ορίζονται τα 50 στρ. ξηρικής καλλιέργειας ή ισοδύναµής της, ως ελάχιστο µέγεθος «βιώσιµης» γεωργικής εκµετάλλευσης. Ως εκ τούτου, εφόσον η γεωργική εκµετάλλευση του αποχωρούντος γεωργού είναι µικρότερη των 50 στρ. ξηρικής καλλιέργειας ή ισοδύναµής της, ο διάδοχος γεωργός θα πρέπει άµεσα, µε την ανάληψη της αρχηγίας της γεωργικής εκµετάλλευσης, να την επεκτείνει και να την φθάσει τουλάχιστον στο παραπάνω µέγεθος. Το πρόβληµα εξακολουθεί όµως να είναι ο τρόπος µε τον οποίο θα εξασφαλιστεί ότι µελλοντικά η εκµετάλλευση θα παραµείνει ενιαία και δεν θα διασπαστεί εκ νέου. Σύµφωνα µε σχετική απόφαση, ο δικαιούχος υποχρεούται να διατηρήσει την εκµετάλλευσή του στην κατηγορία των βιώσιµων εκµεταλλεύσεων (όπως αυτή ορίστηκε προηγουµένως) για διάστηµα τουλάχιστον 10 ετών από την ηµεροµηνία υπογραφής της σύµβασης21,22.

 

Το χρονικό αυτό διάστηµα δεν φαίνεται να είναι αρκετό για να εξασφαλίσει την αποφυγή εκ νέου διάσπασης της γεωργικής εκµετάλλευσης. Πέρα από αυτό, η αύξηση του µεγέθους των ορεινών γεωργικών εκµεταλλεύσεων στα 50 στρ. φαίνεται δύσκολα πραγµατοποιήσιµος στόχος σε σχέση µε την ελληνική πραγµατικότητα, από τη στιγµή που όπως ήδη αναφέρθηκε, το µέσο µέγεθός των ορεινών γεωργικών εκµεταλλεύσεων είναι 33 στρ., τα οποία µάλιστα αναφέρονται στο µέσο µέγεθος του συνόλου κάθε γεωργικής εκµετάλλευσης η οποία είναι κατά µέσο όρο (λόγω γεωµορφολογίας και µεγάλου και ραγδαία εναλλασσόµενου τοπογραφικού αναγλύφου) διασπασµένη σε 6,8 αγροτεµάχια. Ακόµα όµως κι αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, στις ορεινές σε αντίθεση µε άλλες περιοχές, ένα τέτοιο µέτρο πολιτικής γης, ίσως τελικά να µην έχει κανένα αποτέλεσµα αφού στη συγκεκριµένη περίπτωση πρώτη προτεραιότητα είναι η εξασφάλιση της ύπαρξης νέων καλλιεργητών και εργατικού δυναµικού, ενώ πολύ µικρότερης σηµασίας είναι ο πολυτεµαχισµός των γεωργικών εκµεταλλεύσεων, ιδιαίτερα όταν δεν µπορεί (και δεν πρέπει) να τεθεί ως στόχος η µεγιστοποίηση της παραγωγής και των αποδόσεων. Κάτι τέτοιο, δηλαδή πολιτική γης που στοχεύει στη µεγιστοποίηση των αποδόσεων, θα ενέτεινε τα προβλήµατα του ορεινού χώρου γιατί από τη µία θα αύξανε τις απαιτήσεις σε εργατικά χέρια και αγορές (εποµένως κάθε άλλο παρά θα διασφαλιζόταν η βιωσιµότητα των γεωργικών εκµεταλλεύσεων) και από την άλλη θα οδηγούσε σε σηµαντική υποβάθµιση του ευαίσθητου ορεινού φυσικού περιβάλλοντος.


Τα προγράµµατα πρόωρης συνταξιοδότησης πραγµατοποιούνται παράλληλα µε προγράµµατα ενίσχυσης νέων αγροτών, ηλικίας κάτω των 40 ετών23. Τα κίνητρα είναι αυξηµένα στην περίπτωση εγκατάστασης σε ορεινές και µειονεκτικές περιοχές24 και οι προϋποθέσεις λιγότερο αυστηρές για την ενίσχυση νέων που κατοικούν στις περιοχές αυτές25,26. Τα κίνητρα είναι ακόµα πιο αυξηµένα στην περίπτωση που οι γεωργικές εκµεταλλεύσεις συµπεριλάβουν τουριστικά και βιοτεχνικά κτίσµατα27,28,29. Και σε αυτή την περίπτωση οι δικαιούχοι αναλαµβάνουν 10ετή υποχρέωση να παραµείνουν µόνιµοι κάτοικοι του τόπου και αρχηγοί της εκµετάλλευσης για την οποία ενισχύθηκαν, χρονικό διάστηµα που είναι αµφίβολο κατά πόσο µπορεί να αποτρέψει την εγκατάλειψη των ορεινών περιοχών και να εξασφαλίσει τη συνέχιση αξιοποίησης της εκµετάλλευσης και από τις επόµενες γενιές. Τέλος, σηµαντικό ρόλο στη χάραξη πολιτικής γης στις ορεινές περιοχές διαδραµατίζουν τα αποκαλούµενα «Γεωργοπεριβαλλοντικά µέτρα». Οι διάφορες δράσεις οι οποίες εντάσσονται σε αυτά και σχετίζονται µε τις ορεινές περιοχές είναι η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, η εκτατικοποίηση της κτηνοτροφίας, η µακροχρόνια παύση εκµετάλλευσης γεωργικών γαιών και το πρόγραµµα απειλούµενωναυτοχθόνωνφυλώναγροτικών ζώων.


Όπως αναφέρεται και στο Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Αγροτική Ανάπτυξη - Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006»30,31 οι περιοχές στις οποίες οι συνθήκες ευνοούν τη βιολογική γεωργία είναι οι νησιωτικές, ορεινές και µειονεκτικές. Για την ένταξη σε προγράµµατα βιολογικής καλλιέργειας καθορίζονται τα εξής επιπλέον κριτήρια:

  • Ιεραρχούνται ως πρώτης προτεραιότητας περιοχές, εκείνες στις οποίες διατηρούνται τα φυσικά ή τεχνητά διαχωριστικά όρια των αγροτεµαχίων (φυτοφράκτες, ξερολιθιές). Συνήθως αυτές είναι περιοχές στις οποίες δεν έχει πραγµατοποιηθεί αναδασµός,
  • Οι περιοχές µε σχετική αποµόνωση από ζώνες εντατικής γεωργίας,
  • Οι περιοχές οι οποίες περιβάλλονται ή γειτνιάζουν µε φυσικές ζώνες (δάση, δασικές εκτάσεις, υγρότοπους). Επίσης προτεραιότητα έχουν οι περιοχές του ∆ικτύου «Φύση 2000», παραποτάµιες32, παραλίµνιες33, παράκτιες34 κλπ. Προϋποθέσεις υπάρχουν και όσον αφορά στο µέγεθος της εκµετάλλευσης που θα ενταχθεί στο Πρόγραµµα, ανάλογα µε το καλλιεργούµενο είδος.


Οι πιο πάνω προϋποθέσεις φαίνεται να ευνοούν την ένταξη παραγωγών από ορεινές περιοχές σε προγράµµατα για παραγωγή βιολογικών προϊόντων. Από την άλλη πλευρά οι ενισχύσεις ποικίλλουν αναλόγως της καλλιέργειας, µε τα µεγαλύτερα ποσά να δίνονται στα εσπεριδοειδή, των οποίων η καλλιέργεια δεν ευνοείται στις ορεινές περιοχές, ενώ για την καλλιέργεια ελαιώνων αντιστοιχεί το 25-44% των ενισχύσεων που δίνονται για καλλιέργεια βιολογικών εσπεριδοειδών. Για τα δε σιτηρά το αντίστοιχο ποσοστό είναι 14-20%.


Όσον αφορά στην βιολογική κτηνοτροφία, σηµαντικές ενισχύσεις δίδονται στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας που είναι και ο κύριος κτηνοτροφικός κλάδος των ορεινών περιοχών. Ανάµεσα στις περιοχές προτεραιότητας για την εφαρµογή του µέτρου, αναφέρονται η Πίνδος η οποία συγκεντρώνει τον µεγάλο όγκο της κτηνοτροφίας της χώρας, ο Ψηλορείτηςκαι τα Λευκά Όρη στηνΚρήτη, τα όρη της ∆υτικής Μακεδονίας και ο Έβρος.


Ένα πρόγραµµα του οποίου η συνέχεια εξαγγέλλεται στο Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης 2000-2006 είναι αυτό της «Μακροχρόνιας παύσης εκµετάλλευσης γεωργικών γαιών». Στις ορεινές περιοχές δίνεται προτεραιότητα για ένταξη στο πρόγραµµα µε στόχο «τη δηµιουργία βιοτόπων/φυσικών πάρκων σε ένα πλαίσιο οικοτουριστικής ανάπτυξης, η οποία θα συµβάλλει στη διαφοροποίηση των οικονοµικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων της περιοχής και µπορεί να δηµιουργήσει προϋποθέσεις αναθέρµανσης της τοπικής οικονοµίας και φραγµό στην παραπέρα εγκατάλειψη και πληθυσµιακή απερήµωση, η οποία µε τη σειρά της εγκυµονεί σοβαρούς κινδύνους για την υποβάθµιση και καταστροφή του περιβάλλοντος στις περιοχές αυτές». Από αυτό, αλλά και από άλλα αντίστοιχα µέτρα και αποφάσεις (π.χ. κίνητρα για εγκατάσταση νέων αγροτών που αναφέρθηκαν προηγουµένως), διαφαίνεται η πολιτική αντίληψη που θεωρεί τον οικο/αγροτουρισµό ως την εύκολη λύση που µπορεί να βρει σε όλες τις περιπτώσεις εφαρµογή για την αντιµετώπιση των προβληµάτων των µειονεκτικών και προβληµατικών περιοχών, χωρίς να έχουν προηγηθεί µελέτες που να αφορούν στη φυσική και κοινωνικοοικονοµική πραγµατικότητα κάθε περιοχής, στην οποία και θα έπρεπε να βασίζονται όλοι οι αναπτυξιακοί σχεδιασµοί.


Τέλος, στο πλαίσιο των γεωργοπεριβαλοντικών µέτρων, ορίζονται οι Κώδικες Ορθής Γεωργικής Πρακτικής (Κ.Ο.Γ.Π), δηλαδή µέτρα τα οποία σχετίζονται µε τη διαχείριση και  εκµετάλλευση της γεωργικής γης µε εφαρµογή γεωργικών πρακτικών που είναι αυστηρότερες από τις συνήθως εφαρµοζόµενες, µε στόχο τον περιορισµό των περιβαλλοντικών οχλήσεων σε ιδιαίτερα ευαίσθητα οικοσυστήµατα και περιοχές. Ο αγρότης ο οποίος θα ενταχθεί στο πρόγραµµα δεσµεύεται για µια πενταετία να εφαρµόσει συγκεκριµένες γεωργικές πρακτικές, ανάµεσα στιςοποίες περιλαµβάνονται:

  • η εφαρµογή κατάλληλου συστήµατος άρδευσης µε βάση την κλίση και τον τύπο του εδάφους. Σε ελαφρά εδάφη και σε εδάφη µε κλίσεις > 6% θα πρέπει εφαρµόζεται στάγδην άρδευση, εάντο επιτρέπει ηκαλλιέργεια,
  • η αποφυγή χρήσης φυτοπροστατευτικών προϊόντων σε απόσταση δύο µέτρων από όχθες υδάτινων όγκων (ποταµών, λιµνών, διωρύγων ή καναλιών άρδευσης ή στράγγισης) και ενός µέτρου από φυσικούς χώρους, φυτοφράκτες και δάση,
  • συγκεκριµένες αµειψισπορές οι οποίες αναφέρονται στο Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης 2000-2006 (Υπουργείο Γεωργίας 1999) και
  • η λήψη µέτρων που εξασφαλίζουν την βιοποικιλότητα και σχετίζονται µε το αγροτικό τοπίο, π.χ. τη διατήρηση ακαλλιέργητου χώρου ενός µέτρου ανάµεσα σε αγροτεµάχια όµορων εκµεταλλεύσεων, ο οποίος µπορεί να έχει τη µορφή ακαλλιέργητου περιθωρίου, µιας σειράς δέντρων ή φυτοφράκτη αποτελούµενου από θάµνους και δέντρα. Επίσης, για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας θεωρείται αρκετή η µη εφαρµογή ζιζανιοκτόνων σε απόσταση ενός µέτρου από τα όρια των φυτοφρακτών. Τέλος, απαγορεύεται η καλλιέργεια εκτάσεων οι οποίες αποκαλύπτονται από την υποχώρηση υδάτινων αποδεκτών σε περιόδους ξηρασίας, εκτός και αν υπάρχει νόµιµη άδεια, οπότε στην περίπτωση αυτή, η καλλιέργεια επιτρέπεται χωρίς χρήση λιπασµάτων και φυτοφαρµάκων. Αντίστοιχα, χορηγούνται αποζηµιώσεις σε κτηνοτρόφους που εντάσσονται σεαγροπεριβαλλοντικά προγράµµατα για την ορθή διαχείριση ηµιορεινών και ορεινών βοσκοτόπων.

Από τους πιο πάνω περιορισµούς φαίνεται ότι η Ελλάδα προσπαθεί να εναρµονιστεί µε την Ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική, τα µέτρα όµως δεν µπορούν να χαρακτηριστούν παρά ελλιπή. Η προστασία για παράδειγµα των δασών από τις γεωργικές πρακτικές δεν εξασφαλίζεται εάν δεν χρησιµοποιηθούν φυτοφάρµακα σε απόσταση ενός µέτρου και η βιοποικιλότητα δεν προστατεύεται µε την ακαλλιέργεια µιας ζώνης πλάτους ενός µέτρου. Η ολοκληρωµένη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος θα απαιτούσε ήπιες φυσικά µεθόδους καλλιέργειας όπως είναι αυτές οι οποίες εξαγγέλλονται και την οριοθέτηση πιθανόν µιας σηµαντικής ζώνης ανάµεσα στις καλλιέργειες και το δάσος, στην οποία χωρίς την επέµβαση του ανθρώπου, η φυσική βλάστηση θα αποκαταστήσει τη «γέφυρα» ανάµεσα στο ανθρωπογενές (γεωργικές εκµεταλλεύσεις) και το φυσικό (δασικές εκτάσεις) περιβάλλον.


Επιπλέον, αν και χρησιµοποιείται ο όρος «ολοκληρωµένη ανάπτυξη της υπαίθρου / του αγροτικού χώρου», τα µέτρα περιορίζονται σε όσα αναφέρθηκαν προηγουµένως (εγκατάσταση νέων αγροτών, ενηµέρωση-πληροφόρηση του αγρότη, ενθάρρυνση επενδύσεων και ανάπτυξη συµπληρωµατικών ή εναλλακτικών οικονοµικών δραστηριοτήτων, ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων, διατήρηση της πολιτιστικής κληρονοµιάς), ενώ στα σχέδια δεν προβλέπονται εγγειοβελτιωτικά για παράδειγµα έργα που θα δηµιουργήσουν τις κατάλληλες υποδοµές για την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. Αλλά και στις περιπτώσεις στις οποίες δίδονται επιπλέον ενισχύσεις για την εκτέλεση έργων υποδοµής, παράλληλα µε την άσκηση ορθής γεωργικής πρακτικής, οι κατευθύνσεις είναι πολύ γενικές και δηµιουργούν αµφιβολίες για το κατά πόσο θα υπάρξουν ουσιαστικά αποτελέσµατα35. Επιπλέον τα µέτρα για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονοµιάς και παράδοσης στον αγροτικό χώρο, φαίνεται να περιορίζονται στην ενθάρρυνση µονάδων παραγωγής και εµπορίας παραδοσιακών προϊόντων και στη στέγασή τους σε παραδοσιακά κτίρια. Γενικά, τα µέτρα εστιάζονται στην ανάπτυξη εναλλακτικών δραστηριοτήτων στις ορεινές περιοχές (π.χ. αγροτουρισµός, βιοτεχνία, µεταποίηση), χωρίς προηγούµενη µελέτη των φυσικών και κοινωνικοοικονοµικών ιδιαιτεροτήτων των επιµέρους ορεινών περιοχών, για την εξασφάλιση της βιωσιµότητας τέτοιου είδους δραστηριοτήτων.


Η δασοκοµία αποτελεί σηµαντικό τµήµα του ελληνικού αγροτικού χώρου, το οποίο δεν είναι δυνατό να εξετάζεται ξεχωριστά από τις άλλες αγροτικές δραστηριότητες, δηλαδή τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Στο Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης 2000-2006, ένα από τα µέτρα αναφέρεται σε δασώσεις γεωργικών γαιών και αφορά κυρίως στις ορεινές και ηµιορεινές περιοχές, για «την ανάπτυξη των δασικών πόρων και την αειφόρο διαχείριση των δασών». Οι ενισχύσεις δίνονται σε ενδιαφερόµενους οι οποίοι δεν εντάσσονται σε πρόγραµµα πρόωρης συνταξιοδότησης και δεν ασχολούνται µε φύτευση χριστουγεννιάτικων δέντρων και δίδονται κατευθύνσεις για φύτευση συγκεκριµένων δασικών ειδών. Τα δασικά είδη τα οποία εντάσσονται στο Πρόγραµµα είναι κυρίως πλατύφυλλα, τα οποία είναι ανθεκτικά στις δασικές πυρκαγιές. Κάτω από ειδικές προϋποθέσεις προτείνονται είδη ευκαλύπτων στο πλαίσιο προγραµµάτων ενεργειακής πολιτικής (π.χ. παραγωγή βιοµάζας κλπ.). Το µέτρο αφορά στη δάσωσησυγκεκριµένωνγαιών όπως:

  • αρόσιµες γαίες, µε σιτηρά όσπρια και λαχανικά, γεώµηλα, σακχαρότευτλα, σκαλιστικά φυτά, βιοµηχανικά φυτά, καλλιέργειες θερµοκηπίου, καλλωπιστικά φυτά, κτηνοτροφικά φυτά και γαίες υπό καθεστώς αγρανάπαυσης για διάστηµα µέχρι δύο έτη (στην κατηγορία ‘γαίες υπό καθεστώς αγρανάπαυσης' υπάγονται γαίες αµειψισποράς που δεν παρέχουν συγκοµιδή για χρονικό διάστηµα µέχρι δύο έτη),
  • γαίες οι οποίες έχουνσπαρθεί για την παραγωγή χλωρής λίπανσης,
  • λιβάδια και εκτάσεις που χρησιµοποιούνται ως µόνιµοι βοσκότοποι,
  • µόνιµες καλλιέργειες (οπωροφόρα δένδρα και σαρκώδεις καρποί, εσπεριδοειδή, ελαιώνες, φυτώρια, κλπ). Τέλος δίνονται αναλυτικές οδηγίες για τη διαχείριση των δασωµένων εκτάσεων. Τοσυγκεκριµένο µέτρο πολιτικής αποτελεί σηµαντική προσπάθεια για την αειφόρο διαχείριση των ορεινών δασικών εκτάσεων, δεδοµένου ότι µέχρι το 2006 θα έχει υλοποιηθεί όπως προβλέπεται.

Επίσης θα συνεχιστεί η προσπάθεια διευθέτησης των χειµάρρων και η διάνοιξη δασικών δρόµωνκαι η προσπάθεια διαχείρισης των δασικών βοσκοτόπων.


Στο Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Αγροτική Ανάπτυξη - Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006» (Υπουργείο Γεωργίας 2001) ο Άξονας Προτεραιότητας 2 αναφέρεται σε «Παρεµβάσεις στο επίπεδο µεταποίησης και εµπορίας του πρωτογενούς γεωργικού και δασικού προϊόντος». Ένα από τα µέτρα του Άξονα, στοχεύει στη βελτίωση της υλοτόµησης, µεταποίησης και εµπορίας δασοκοµικών προϊόντων, αλλά περιορίζεται σε ενισχύσεις για προµήθεια εξοπλισµού και εκτέλεση έργων υποδοµής, χωρίς να φαίνεται ότι προβλέπεται και διατύπωση κανόνων ποιότητας των δασικών προϊόντων, προσαρµοσµένων στις απαιτήσεις της βιοµηχανίας και του καταναλωτή.


Γενικότερα, η πολιτική η οποία εφαρµόζεται στην αντιµετώπιση των προβληµάτων της δασοπονίας µπορεί να χαρακτηριστεί ως κατασταλτική και όχι ως προληπτική, ενώ παραµένουν τα νοµοθετικά κενά που ανέχονται, στηρίζουν και νοµιµοποιούν υπό ορισµένες προϋποθέσεις τις καταπατήσεις. Ιδιαίτερα όµως όσον αφορά στον ορεινό χώρο, το κύριο πρόβληµα είναι η ελλιπής αξιοποίηση των δασών µε τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσουν αειφόρο πηγή ικανοποιητικού εισοδήµατος για τους κατοίκους των περιοχών αυτών (είτε ως χώροι ήπιου τουρισµού ή µε την ορθολογική εκµετάλλευση της ξυλείας) και παράγοντα συγκράτησης του πληθυσµού.


Όλα τα πιο πάνω αποτελούν αναπαραγωγή του Κανονισµού (ΕΚ) 1257/99, χωρίς προσαρµογή στην Ελληνική πραγµατικότητα. Το παράδειγµα της εφαρµογής του µέτρου για τον εκσυγχρονισµό των αγροτικών εκµεταλλεύσεων (στο οποίο περιλαµβάνεται και η εξισωτική αποζηµίωση για τις ορεινές και προβληµατικές περιοχές) είναι χαρακτηριστικό. Η εφαρµογή του Κανονισµού δεν αναφέρεται σε καµία τοπική ιδιαιτερότητα ούτε συνδέεται µε οποιαδήποτε άλλη αναπτυξιακή πρωτοβουλία. Ωστόσο, αποτελεί το σηµαντικότερο µέτρο για την συγκράτηση και ενίσχυση του ορεινού αγροτικού πληθυσµού. Εποµένως, τίθεται ζήτηµα ανυπαρξίας ουσιαστικά εθνικής αγροτικής πολιτικής. Σύµφωνα µε την «Ενοποιηµένη Απόδοση της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», τα κράτη µέλη υποχρεούνται σε µία κοινή αγροτική πολιτική. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται διεκδίκηση ειδικής µεταχείρισης της χώρας σε ορισµένα ζητήµατα (όπως για παράδειγµα συµβαίνει µε τη Γαλλία στον αµπελοοινικό τοµέα) ή ότι οι Ευρωπαϊκές Πολιτικές δεν πρέπει κατά τη χάραξη εθνικής πολιτικής να προσαρµόζονται στις συνθήκες της συγκεκριµένης ελληνικής φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας όπως αυτές υπάρχουν, αλληλεπιδρούν και συγκροτούν τις συγκεκριµένες δυνατότητες αλλά και τους αναπόδραστους περιορισµούς τους.

 

 

4. Προτάσεις και προοπτικές για την ολοκληρωµένη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών στους τοµείς της γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας


Τα τελευταία χρόνια και µε αφορµή, δραµατικής σηµασίας για την ανθρωπότητα εξελίξεων από την αλόγιστη και καταστροφική για το περιβάλλον, µονοδιάστατα οικονοµική «αναπτυξιακή» δραστηριότητα, κερδίζει έδαφος, αµέσως ή εµµέσως, η αντίληψη ότι η ανάπτυξη είτε θα είναι ολοκληρωµένη, δηλαδή ταυτόχρονα οικονοµική, κοινωνική, τεχνική/τεχνολογική, πολιτική και πολιτισµική, σε διαλεκτική αρµονία και µε σεβασµό στο συγκεκριµένο φυσικό και πολιτισµικό περιβάλλον, του οποίου µέρος είναι ο άνθρωπος, ή δεν θα υπάρχει καθόλου (Ρόκος 1998, 1999). ∆υστυχώς όµως, ακόµα και στις περιπτώσεις που χρησιµοποιείται ως όρος η ολοκληρωµένη ανάπτυξη σε σχέδια και προγράµµατα (π.χ. ολοκληρωµένη ανάπτυξη της υπαίθρου), δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή η αδήριτη ανάγκη για αρµονική και συνεργιστική ολοκλήρωση των νέων επιστηµονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων µε τις πραγµατικές δυνατότητες και τους περιορισµούς της κάθε φορά φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και πλανητικό επίπεδο. Οι στρατηγικές «ανάπτυξης» που εφαρµόζονται, όπως διαπιστώθηκε και από την ακολουθούµενη πολιτική στους τοµείς της γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας και τις σχετικές πολιτικές γης, έχοντας ως «λάβαρο» (ή πρόσχηµα) τη «βιώσιµη» ανάπτυξη, µια ανάπτυξη µε τελείως αµφιλεγόµενο αλλά και τεκµηριωµένα αµφισβητούµενο περιεχόµενο (Ρόκος 1980, Schuurman 1996, Rist 1997) ενθαρρύνουν στην πραγµατικότητα την κλασσική τοµεακή/κλαδική ανάπτυξη και θέτουν ως στόχο την περαιτέρω αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την οικονοµική µεγέθυνση, εξυπηρετώντας ως επί το πλείστον τα συµφέροντα χωρών τηςΒορειοδυτικής Ευρώπης.
Η ολοκληρωµένη ανάπτυξη µπορεί να επιτευχθεί µόνο µε ολοκληρωµένη και διεπιστηµονική προσέγγιση, ανάλυση, καταγραφή, παρακολούθηση και αξιοποίηση των πραγµατικών δυνάµεων και δυνατοτήτων της κάθε φορά συγκεκριµένης φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας όπως αυτές πολυδιάστατα σχετίζονται, αλληλεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν (Ρόκος, 1996, 1998α) και αυτή η προσέγγιση και µεθοδολογία θα έπρεπενα ακολουθείται στους αναπτυξιακούς σχεδιασµούς.


Ιδίως για τις ιδιαίτερα ευάλωτες και ευαίσθητες ορεινές περιοχές η ολοκληρωµένη ανάπτυξη δεν είναι µόνο ανάγκη αλλά και εφικτός στόχος. Η αντίληψη για µια ενιαία προσέγγιση των τοµέων της γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας, άρχισε να εµφανίζεται σε ψηφίσµατα και αποφάσεις της Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια. Ενώ θεωρητικά αναγνωρίζεται η διαλεκτική σχέση και η πολυδιάστατη αλληλεξάρτηση των τοµέων αυτών, στην πράξη τα µέτρα που λαµβάνονται είναι ακόµακυρίως τοµεακά καιαποσπασµατικά.


Προϋπόθεση για τη χάραξη ολοκληρωµένης πολιτικής γης στους τοµείς της γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοκοµίας, είναι η συστηµατική συλλογή, χαρτογράφηση, παρακολούθηση, ανάλυση και ερµηνεία των απαραίτητων αξιόπιστων, διαχρονικών και διαρκώς ενηµερωµένων στοιχείων που αφορούν στη συγκεκριµένη φυσική και κοινωνικοοικονοµική πραγµατικότητα των ορεινών περιοχών και στην κατάσταση της ελληνικής γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας. Πέρα από τα στατιστικά στοιχεία τα οποία υπάρχουν, χρειάζεται συστηµατική χαρτογράφηση και παρακολούθηση των χρήσεων γης, µε τη βοήθεια των µελλοντικών τεχνικών της φωτοερµηνείας και της τηλεπισκόπησης σε περιβάλλον Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών (GIS). Η ολοκλήρωση των δυνατοτήτων των φωτοερµηνευτικών και τηλεπισκοπικών µεθόδων και τεχνικών και των γεωγραφικών συστηµάτων πληροφοριών για τη συγκρότηση της απαραίτητης ολοκληρωµένης υποδοµής µετρητικών και ποιοτικών πληροφοριών για τις ορεινές περιοχές, µπορεί να αποτελέσει σηµαντικότατο εργαλείο για τη χάραξη αξιόπιστης πολιτικής γης (Ρόκος 1996, 1998α). Οι σχετικές Ολοκληρωµένες Αποδόσεις (Integrated Surveys) θα πρέπει να περιλαµβάνουν ακόµη:

  • τη σύνταξη χαρτών χρήσεων/καλύψεων γης των ορεινών περιοχών,
  • τη θεµατική χαρτογράφηση και την παρακολούθηση των δασών και των δασικών εκτάσεων (ως προς την έκταση, τα είδη, την ποιότητα, τα µεγέθη, την κατάσταση υγείας κτλ.),
  • τη διερεύνηση, απογραφή, χαρτογράφηση, και παρακολούθηση των φυσικών και ανθρώπινων διαθεσίµωνκαι υφιστάµενων υποδοµών των ορεινών περιοχών,
  • την ανάπτυξη συστηµάτων παρακολούθησης των πυρκαγιών για την άµεση επέµβαση και έγκαιρη αντιµετώπισή τους. Αυτό µπορεί να επιτευχθεί µε την ανάπτυξη ενός ολοκληρωµένου συστήµατος παρακολούθησης και διαχείρισης των δασών, το οποίο θα βασίζεται σε ολοκλήρωση τηλεπισκοπικών δεδοµένων σε ένα σύστηµα GIS. Πέρα από την παρακολούθηση, ένα τέτοιο σύστηµα θα µπορούσε να συµβάλει και στην πρόβλεψη πιθανοτήτων δασικών πυρκαγιών ή και της πορείας που αυτές πιθανότερα θα ακολουθήσουν αξιοποιώντας µία βάση γνώσης η οποία θα περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά µε το τοπογραφικό ανάγλυφο, την κλίση του εδάφους, την υπάρχουσα βλάστηση κλπ., τα οποία θα συνδυάζονται µε τα στοιχεία που αφορούν στις συνθήκες που επικρατούν εκείνη τη στιγµή στην περιοχή και σχετίζονται µε τη θερµοκρασία, την υγρασία, την κατεύθυνση και ένταση των ανέµων κλπ.,
  • την άµεση καταγραφή των καµένων εκτάσεων για τη λήψη µέτρων αποκατάστασης και προστασίας τους από αυθαίρετη δόµηση και ανεξέλεγκτη βόσκηση,
  • τη συνεχή παρακολούθηση των περιοχών αυτών για αποφυγή καταπατήσεων,
  • τη συστηµατική χαρτογράφηση και τη διαχρονική παρακολούθηση των γεωργικών εκµεταλλεύσεων,
  • τη διατύπωση κατευθύνσεων για την επιλογή των βέλτιστων (µε κριτήρια τις συγκεκριµένες πραγµατικές δυνατότητες και τους περιορισµούς κάθε ορεινής περιοχής, το σεβασµό στις παραδοσιακές γνώσεις και πρακτικές των κατοίκων τους και στο φυσικό και πολιτισµικό περιβάλλον, τη δηµιουργικά αποδεκτή εφαρµογή νέων µεθόδων και τεχνικών κλπ.) για καλλιέργεια ειδών και την άσκηση των καταλληλότερων γεωργικών πρακτικών.

Οι κατευθύνσεις δεν θα βασίζονται µόνο στις οδηγίες και τους κανονισµούς της Ε.Ε., αλλά και σε µία βάση γνώσης στην οποία θα ολοκληρώνονται τηλεπισκοπικά, χωρικά (υψόµετρο, κλίση, προσανατολισµός κλπ.), κλιµατολογικά (κλίµα και µικροκλίµα), εδαφικά, γεωλογικά, υδρογεωλογικά, γεωπονικά/καλλιεργητικά (καλλιεργητικό ηµερολόγιο, αµειψισπορές, γειτνιάσεις κτλ.) και άλλα δεδοµένα που αναφέρονται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής που επηρεάζουν την άσκηση της γεωργίας, σε σύστηµα GIS.

 

Ένα τέτοιο ολοκληρωµένο σύστηµα παρακολούθησης των γεωργικών εκµεταλλεύσεων, µπορεί να συµβάλει στην διατύπωση κατευθύνσεων σχετικά µε τα καταλληλότερα καλλιεργούµενα είδη ανά περιοχή µε βάση την προσαρµοστικότητά τους στις ιδιαίτερες συνθήκες της, στη χάραξη συγκροτηµένης πολιτικής αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, στην προώθηση των καταλληλότερων γεωργικών πρακτικών σε κάθε περιοχή (π.χ. αµειψισπορές, σύστηµα άρδευσης, καταλληλότερη περίοδος ψεκασµών, σύστηµα φύτευσης κ.α.), στην παρακολούθηση των µεταβολών των γεωργικών εκµεταλλεύσεων κτλ. Επιπλέον θα µπορούσε να οδηγήσει στην αναδιάρθρωση του ευρύτερου αγροτικού χώρου στην Ελλάδα, µε την προώθηση ή καλύτερα την κατανοµή τωνκύριωνκαλλιεργειών σε συγκεκριµένες περιοχές στιςοποίες παρουσιάζουν την καλύτερη προσαρµοστικότητα, τη στιγµή που τίθενται περιορισµοί και πρόστιµα στις επιδοτούµενες καλλιέργειες από την Ε.Ε., εάν η παραγωγή υπερβεί συγκεκριµένη ποσότητα. Ιδιαίτερα οι ορεινές περιοχές στις οποίες εκ των πραγµάτων υπάρχουν περιορισµοί στα είδη που µπορούν να ευδοκιµήσουν, θα µπορούσαν να αποτελέσουν πρώτη προτεραιότητα για την καλλιέργεια σιτηρών, ελιάς και αµπελιού, χωρίς αυτό να σηµαίνει την υποχρεωτική επιβολή οποιουδήποτε µέτρου στις διάφορες περιοχές, τη χαρτογράφηση και καταγραφή των χαρακτηριστικών και της κατάστασης των βοσκοτόπων, µε συστήµατα και µεθοδολογία αντίστοιχη µε αυτή που αναφέρθηκε για τη γεωργία καιτη δασοπονία,  τη συστηµατική παρακολούθηση των µεταβολών στις χρήσεις γης των ορεινών περιοχών. Ο όγκος και η ποιότητα των σηµαντικότατων µετρητικών και ποιοτικών πληροφοριών οιοποίες µπορούν να προκύψουν από την εφαρµογή ενός τέτοιου ολοκληρωµένου συστήµατος θα ήταν πολύτιµη υποδοµή χάραξης ολοκληρωµένων πολιτικών γης στις ορεινές περιοχές, αλλά και σεολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο.

 

Αναγκαία προϋπόθεση γι' αυτό είναι η συγκρότηση της καταλληλότερης κάθε φοράς διεπιστηµονικής οµάδας και η εφαρµογή της διεπιστηµονικής µεθοδολογίας. Έτσι π.χ. ορισµένα είδη καλλιεργειών είναι αντικειµενικά καταλληλότερα για την επιδίωξη της ολοκληρωµένης ανάπτυξης των ορεινών περιοχών. Έχει ήδη γίνει αναφορά στην εργασία αυτή στην ανισοκατανοµή γεωργίας-κτηνοτροφίας η οποία χαρακτηρίζει την Ελληνική ύπαιθρο. Η κτηνοτροφία, και ιδίως η αιγοπροβατοτροφία, αποτελεί σηµαντικό τοµέα απασχόλησης για τις ορεινές περιοχές, ο οποίος όµως αυξάνει την εξάρτησή τους από τις πεδινές οικονοµίες λόγω αγοράς των ζωοτροφών και των απαραίτητων φαρµάκων. Την ίδια στιγµή κτηνοτροφικά φυτά όπως η µηδική, η καλλιέργεια της οποίας είναι επιτυχής στις ορεινές περιοχές και ενισχύεται, σταδιακά εγκαταλείπονται. Ειδικά, ορισµένες ποικιλίες µηδικής προσαρµόζονται σε ψυχρά κλίµατα και σε πολύ µεγάλα υψόµετρα και αποδίδουν ικανοποιητικά και χωρίς άρδευση (Παπαδόπουλος 1957). Η µηδική δεν ευδοκιµεί µόνο σε πολύ αλκαλικά εδάφη ενώ το πρόβληµα όξινων εδαφών που µπορεί να παρουσιάζεται σε ορεινά εδάφη λόγω διάβρωσης και έκπλυσης από το βρόχινο νερό (∆αλιάνης 1983), µπορεί να αντιµετωπιστεί εύκολα µε προσθήκη οργανικής ουσίας, η οποία αφθονεί σε κτηνοτροφικές περιοχές.

 

Γενικά η προώθηση κτηνοτροφικών ψυχανθών προσφέρει πλεονεκτήµατα τόσο στην ποιότητα των παραγόµενων ζωοτροφών υψηλής θρεπτικής αξίας, όσο και στην βελτίωση του εδάφους, αφού ως γνωστόν είναι τα µόνα φυτά που έχουν την ικανότητα να δεσµεύουν το ατµοσφαιρικό άζωτο. Τέλος, για την παραγωγή ισορροπηµένων σιτηρεσίων συνίσταται η ανάµειξή τους µε κτηνοτροφικά σιτηρά, η καλλιέργεια των οποίων επίσης µπορεί να προωθείται στον ορεινό χώρο, ακόµα και σε προγράµµατα αµειψισπορών µε µηδική. Τέτοιου είδους καλλιέργειες, εξασφαλίζουν την εµπορία των παραγόµενων προϊόντων και συµβάλλουν στην παραµονή µεγαλύτερου ποσοστού από τα οικονοµικά οφέλη στην ίδια την περιοχή. Ταυτόχρονα, µε την εφαρµογή ήπιων ή και βιολογικών γεωργικών πρακτικών, επιτυγχάνεται η παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και µεγαλύτερης αξίας.


Η σύνδεση της ορεινής κτηνοτροφίας µε την τυροκοµία αποτελεί µία πτυχή που προωθείται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις αφορούν σε παραδοσιακά προϊόντα υψηλής ποιότητας και προωθούν τη στέγαση σε παραδοσιακά κτίρια για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονοµιάς36. Η πολιτική αυτή θα µπορούσε να αποτελέσει σηµαντική διέξοδο για ορισµένες ορεινές περιοχές. Υπάρχουν όµως προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο που σχετίζονται µε την υπάρχουσα υποδοµή. Αρχικά θα πρέπει να εξασφαλιστεί η αγορά τέτοιων προϊόντων και ο τρόπος διακίνησής τους. Αυτό σηµαίνει ότι χρειάζεται επαρκής οδοποιία για τη µεταφορά τους και ενηµέρωση-προώθηση-διαφήµιση, που δεν είναι δυνατόν σε όλες τις περιπτώσεις να υλοποιηθεί από τους ίδιους τους παραγωγούς. Επιπλέον πρέπει ο καταναλωτής να πειστεί ότι αξίζει να πληρώσει περισσότερα προκειµένου να αγοράσει υψηλής ποιότητας προϊόντα, τη στιγµή που κυκλοφορούν ευρέως προϊόντα τα οποία φέρονται ως αντίστοιχα των παραδοσιακών και σε πολύ χαµηλότερες τιµές, τα οποία είναι αµφίβολης παρασκευής και «αγνότητας», αλλά στα οποία υπάρχει πολύ εύκολη πρόσβαση.


Η αξιοβίωτη ολοκληρωµένη ανάπτυξη δεν αποτελεί συντηρητική έννοια ούτε καταδικάζει ανεξαιρέτως τις νέες τεχνολογίες όταν αυτές προάγουν και υποστηρίζουν τις αρχές της. Έτσι και στην προκειµένη περίπτωση η χρήση του ∆ιαδικτύου µπορεί να αποτελέσει πολύτιµο εργαλείο για την διαφήµιση, εµπορία και προώθηση τον τοπικών προϊόντων, αλλά και γενικότερα για την επικοινωνία των ορεινών µε τις υπόλοιπες περιοχές σε θέµατα που αφορούν στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασοπονία (π.χ. γεωργικές και µετεωρολογικές προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεις για συνθήκες ευνοϊκές για ξέσπασµα πυρκαγιάς και λήψη κατάλληλων µέτρων όπως για παράδειγµα όχι κάψιµο της καλαµιάς τέτοιες µέρες κλπ.) αλλά και σε όλους τους τοµείς της ζωής των κατοίκων των ορεινών περιοχών (υγεία, εκπαίδευση κλπ.).


Από τα παραπάνω διαφαίνεται η ανάγκη και άλλων επάλληλων ολοκληρώσεων συγγενών πολιτικών οι οποίες θα µπορούσαν να συµβάλουν στην Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. Ταυτόχρονα, γενικότερα η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειες για αναγνώριση περισσότερων τυριών της (τα οποία ως επί το πλείστον παρασκευάζονται από γίδινο και πρόβειο γάλα) ως Προστατευόµενης Ονοµασίας Προέλευσης.


Σε διεθνές επίπεδο δεν υπάρχει σήµερα νοµικό πλαίσιο για την κατοχύρωση των παραδοσιακών γεωργικών προϊόντων και τροφίµων. Οι διάφορες χώρες εφαρµόζουν διαφορετικές πρακτικές για την προστασία τους, γεγονός που δεν διασφαλίζει ενιαία θεώρηση του θέµατος και ίσουςόρους ανταγωνισµού (Ανυφαντάκης 2000).


Υπάρχουν βεβαίως διµερείς ή και πολυµερείς συµβάσεις µεταξύ των κρατών, που όµως δεν έχουν γενική αποδοχή. Σύµφωνα µε την Ε.Ε.37, για να δικαιούται ένα γεωργικό προϊόν ή τρόφιµο να χαρακτηρίζεται ως Προστατευόµενης Ονοµασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισµένες προδιαγραφές και να παράγεται παραδοσιακά σε µια επακριβώς οριοθετηµένη περιοχή, στο ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον της οποίας αποδίδονται τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά του. Κάθε παραδοσιακή ονοµασία σύµφωνα µε τον Κανονισµό αυτόν, αποτελεί µια κληρονοµιά η οποία ανήκει σε όλους όσους ζουν και θα ζήσουν στην περιοχή που δηµιουργήθηκε και αναπτύχθηκε το παραδοσιακό προϊόν. Όσον κι αν µε την αναγνώριση αυτή, προσφέρονται κάποια πλεονεκτήµατα στους τοπικούς πληθυσµούς, τα οποία µπορούν να αξιοποιήσουν µακροπρόθεσµα, δεν εξασφαλίζονται ακόµα πλήρως τα τοπικά προϊόντα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα της Φέτας. Για να αποφευχθούν ανάλογα φαινόµενα στο µέλλον θα πρέπει να υπάρξει ένα διεθνές νοµικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την κατοχύρωση των παραδοσιακών γεωργικών προϊόντων όλων των χωρών (Ανυφαντάκης 2000).


Η βιολογική γεωργία επίσης προωθείται ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές. Όµως όπως τεκµηριώνεται στο κεφάλαιο 3.3, µε τις παρούσες ενισχύσεις (υψηλές για τα εσπεριδοειδή, χαµηλές για τις ελιές και τα σιτηρά), δεν φαίνεται η λύση αυτή να εξασφαλίζει ένα σταθερό και ικανοποιητικό εισόδηµα στους αγρότες των ορεινών περιοχών. Εκεί που θα έπρεπε ίσως να στραφεί το ενδιαφέρον των κατοίκων ορεινών περιοχών στις οποίες υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες (κλίµα, έδαφος, ανάγλυφο, προσανατολισµός, σχετική παράδοση κτλ) είναι στην καλλιέργεια µε βιολογικές µεθόδους οιναµπέλων για παραγωγή οίνων ποιότητας. Και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να εξασφαλιστούν πρώτα οι απαραίτητες συνθήκες και υποδοµές για τη διευκόλυνση της παραγωγής, προβολής, διακίνησης και εµπορίας των προϊόντων.


Πάντως παρά τη µέχρι στιγµής περιορισµένη αγορά των βιολογικών προϊόντων και γενικότερα των προϊόντων ποιότητας λόγω των υψηλότερων τιµών τους, µάλλον η κατάσταση αυτή θα αλλάξει, ιδιαίτερα µετά τα διαρκώς αυξανόµενα κρούσµατα «επισφαλών τροφίµων» (διοξίνες, τρελές αγελάδες, ορµόνες, επιδηµίες οι οποίες οφείλονται στιςσυνθήκες διαβίωσης και διατροφής των ζώων, µεταλλαγµένα προϊόντα κλπ.). Εποµένως η αξιοποίηση της δυνατότητας των ορεινών περιοχών για παραγωγή τέτοιων προϊόντων δεν πρέπει να καθυστερήσει, ώστε η αγορά να µην έχει ήδη κατακλυστεί και κορεστεί από άλλα αντίστοιχα ή και κατώτερης ποιότητας προϊόντα, από τηνΕλλάδα ή το εξωτερικό.


Οι πιο πάνω προτάσεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη για καταγραφή και εις βάθος κατανόηση της ιδιαίτερης φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας κάθε ορεινής περιοχής πριν το σχεδιασµό και την προώθηση οποιασδήποτε πολιτικής γης, η οποία µπορεί µεν να στοχεύει θεωρητικά στην ολοκληρωµένη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών, αλλά τελικά, πρακτικά να οδηγεί σε µεγαλύτερο µαρασµό και εγκατάλειψή τους.


Κατάλληλες φθηνές και ήπιες νέες τεχνολογίες µπορούν να ενταχθούν αρµονικά και να συνεισφέρουν σηµαντικά στην προσπάθεια για την ολοκληρωµένη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. Στην κτηνοτροφία π.χ. οι άντρες απασχολούµενοι αντιµετωπίζουν το σοβαρό κοινωνικό πρόβληµα της δυσκολίας δηµιουργίας οικογένειας εξαιτίας της φύσης του επαγγέλµατος τους. Η χρήση περισσότερο αυτοµατοποιηµένων µεθόδων άρµεξης και συλλογής του γάλατος ή παρασκευής των τυροκοµικών προϊόντων (σε βαθµόόµως που να µην αλλοιώνεται το τοπικό και παραδοσιακό στοιχείο) θα µπορούσε να τους εξασφαλίσει καλύτερες και ευκολότερες συνθήκες εργασίας και ζωής σε τελευταία ανάλυση µε ευνοϊκές συνέπειες και στις κοινωνικές τους σχέσεις. Όσον αφορά στη γεωργική παραγωγή, η µηχανική για παράδειγµα συλλογή των καρπών, όπου αυτό είναι εφικτό από οικονοµικής και εδαφοκλιµατικής άποψης, µπορεί να εξισορροπήσει έως ένα σηµείο την έλλειψη εργατικών χεριών.


Για την ορθολογική διαχείριση των βοσκοτόπων, πρέπει να γίνει κατανοητή η ανάγκη διατήρησης και/ή ανάπτυξης θάµνων και δέντρων σ' αυτούς επειδή συγκρατούν το έδαφος, το προστατεύουν από τη διάβρωση και συµβάλλουν στην καλύτερη συγκράτηση του νερού. Γι' αυτό, ιδιαίτερα σε άγονα και πετρώδη εδάφη υποβαθµισµένων φυσικών βοσκοτόπων ή εγκαταλειµµένων άγονων αγρών προτείνεται η φύτευση κτηνοτροφικών θάµνων, όπως η δενδρώδης µηδική (Βαΐτσης 1994). Ακόµη απαιτείται να επιλυθούν νοµοθετικά προβλήµατα τα οποία προκύπτουν από το υπάρχον θεσµικό πλαίσιο και σχετίζονται µε το καθεστώς βόσκησης και την κατάταξη των βοσκοτόπων αδιακρίτως στις δασικές εκτάσεις, αλλά και να αναπτυχθεί η συνειδητοποίηση των κτηνοτρόφων για την ανάγκη προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων.


Ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας και η ανάληψη πρωτοβουλιών εκ µέρους της για την διαλεκτικά αρµονική, παραγωγική και περιβαλλοντική συµπεριφορά και δράση της, που να συνθέτει δηµιουργικά την πολύτιµη πείρα της ζωής στα βουνά, τις παραδοσιακές γνώσεις και δεξιότητες και τον πολιτισµό της µε τις σύγχρονες δυνατότητες, κρίνεται ως καταλυτικής σηµασίας για την Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών. Το Πρόγραµµα LEADER38 θεωρείται ως µία από τις πιο θετικές προσπάθειες για την ολοκληρωµένη ανάπτυξη της υπαίθρου και τέτοιες προσπάθειες πρέπει να βρίσκουν όλο και πιο ευρεία εφαρµογή και να µην αποτελούν απλώς τις «φωτεινές εξαιρέσεις». Στην ανάληψη πρωτοβουλιών θα βοηθούσε σηµαντικά και ο σχηµατισµός συνεταιριστικών οργανώσεων ή οµάδων παραγωγών σύµφωνα µε τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις39. Πέρα από τις κοινοτικές ενισχύσεις τις οποίες απολαµβάνουν οι οµάδες αυτές, αποτελούν ισχυρό διαπραγµατευτικό όργανο όσον αφορά στην επίτευξη ευνοϊκότερων συµφωνιών και τιµών κατά τη διακίνηση και εµπορία των γεωργικών προϊόντων ή ακόµα µπορούν οι ίδιες οι οµάδες να αναλάβουν ενδεχοµένως τη µεταποίηση και εµπορία των προϊόντων τους πολύ πιο οργανωµένα και µε καλύτερες προοπτικές απ' ότι κάθε µικροµεσαίος παραγωγός από µόνος του.


Οι επιδοτήσεις, τουλάχιστον σε κάποιους κρίσιµους για την ελληνική γεωργία τοµείς, οδεύουν προς σηµαντική µείωση αν όχι κατάργηση. Αυτό σηµαίνει ότι αυτή τη στιγµή από τη µια πρέπει να γίνει αξιοποίηση των ενισχύσεων µε τον πλέον κατάλληλο και αποδοτικό αλλά και συµβατό µε την ολοκληρωµένη ανάπτυξη τρόπο και από την άλλη να συνταχθεί, να τεκµηριωθεί επαρκώς και να διεκδικηθεί από κοινού µε τις άλλες χώρες του νότου κυρίως της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης, µια πολιτική για τις ορεινές περιοχές µακροχρόνια και συστηµατική. Οι στόχοι µιας τέτοιας πολιτικής πρέπει να είναι µακροπρόθεσµοι και η επαρκής χρηµατοδότησή της θα 'πρεπε να αποτελεί τη βάση για να µπορέσουν οι τοπικές κοινωνίες και οι γεωργικές εκµεταλλεύσεις των ορεινών περιοχών να εξασφαλίσουν συνθήκες αξιοβίωτης ολοκληρωµένης ανάπτυξης που να στηρίζονται στο δικό τους φυσικό και ανθρώπινο δυναµικό και όσο γίνεται λιγότερο σε εξωτερικές οικονοµίες. Αυτό πρέπει να αποτελεί συνείδηση τόσο στους ίδιους τους παραγωγούς όσο και σ' αυτούς που ασχολούνται µε τη χάραξη και άσκηση αναπτυξιακών πολιτικών.


Ο αγροτουρισµός προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ελληνικό κράτος αδιακρίτως ως εναλλακτική δραστηριότητα για την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών40. Κατ΄ αρχήν θεωρητικά και πρακτικά δεν είναι δυνατόν να προσφέρονται όλες οι ορεινές περιοχές για αγροτουριστική ανάπτυξη. Χρειάζονται µελέτες σχετικά µε τη δυνατότητα των διάφορων ορεινών περιοχών να ανταποκριθούν σε αυτό το µοντέλο ανάπτυξης και σχετικά µε τα απαραίτητα έργα που πιθανόν χρειάζεται να γίνουν προηγουµένως ή παράλληλα (κατάλληλες υποδοµές όπως οδικό δίκτυο, ύδρευση κτλ.) για την επιτυχία µιας τέτοιας µορφής ανάπτυξης. Επιπλέον χρειάζεται συστηµατική ενηµέρωση σχετικά µε το τι ακριβώς αντιπροσωπεύει ο αγροτουρισµός, γεγονός που θα καθορίσει και τον τρόπο εφαρµογής του. Επειδή τα κίνητρα για την ενασχόληση µε τον αγροτουρισµό είναι µεγάλα41, είναι πιθανόν αρκετοί να εισέρχονται στη γεωργία µε µόνο σκοπό να ασχοληθούν µε τον αγροτουρισµό. Ο αγροτουρισµός έχει µέλλον σε κάποια ορεινή περιοχή µόνο εφόσον συνδυάζεται µε παραγωγικές διαδικασίες και µε προώθηση τοπικών προϊόντων, διαφορετικά στις ορεινές περιοχές όπου η τουριστική κίνηση είναι µικρή και εποχιακή, ανάλογα µικρό και εποχιακό θα είναι και το εισόδηµα που θα εξασφαλίζεται. Αντίστοιχα µε πριν, η συµβολή των αγροτικών συνεταιρισµών στην προώθηση του αγροτουρισµού και των σχετικών προϊόντων είναι µεγάλη.


Ο ορεινός τουρισµός µπορεί να έχει επίσης τη µορφή των δασικών χωριών. Τα ∆ασικά Χωριά, µε την έννοια των απλών καταλυµάτων σε ορεινές απόµακρες δασικές περιοχές, που προορίζονται για τους επισκέπτες του βουνού και του δάσους και παρέχουν απλές διευκολύνσεις σε όσους θέλουν να γνωρίσουν τον ορεινό χώρο µε τα µεγάλα δάση και το εξαίρετο τοπίο, είναι µια ιδέα που πλανάται στους κόλπους της ∆ασικής Υπηρεσίας εδώ και 10-15 χρόνια χωρίς να υλοποιηθεί µέχρι σήµερα3. Παλαιότερες προσπάθειες κατασκευής δασικών χωριών απέτυχαν να εκπληρώσουν το στόχο τους42. Αυτή τη στιγµή βρίσκονται υπό δηµιουργία πέντε δασικά χωριά43, ενώ προβλέπεται να αρχίσει άµεσα και η κατασκευή άλλων. Η προτεραιότητα για τη διαχείρισή τους δίδεται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τα ∆ασικά Χωριά θα µπορούσαν να αποτελέσουν ένα θετικό µέτρο για την ανάδειξη των ορεινών περιοχών και των ελληνικών δασών, δεδοµένου ότι η κατασκευή και η λειτουργία τους γίνει σωστά, χωρίςτα λάθη του παρελθόντος.


Φυσικά είναι απαραίτητη η διάνοιξη κατάλληλων δασικών δρόµων, η οποία σύµφωνα µε το Υπουργείο Γεωργίας εξελίσσεται πολύ ικανοποιητικά44. Η σηµασία τέτοιων έργων είναι µεγάλη τόσο για την εξυπηρέτηση των ορεινών κοινοτήτων όσο και για την προστασία των δασών, συµπληρωµατικά πάντα µε την ανάπτυξη του ολοκληρωµένου συστήµατος παρακολούθησης και διαχείρισης των δασών, για το οποίο έγινε προηγουµένως αναφορά. Ταυτόχρονα είναι επιτακτική η ανάγκη για τροποποίηση του νοµικού καθεστώτος για την προστασία των δασών και η αντιµετώπισης των περιαστικών δασών ξεχωριστά από τα ορεινά δάση, λόγω των ιδιαιτεροτήτων και των πολύ διαφορετικών προβληµάτων τα οποία αντιµετωπίζουν.


Επιπλέον µπορούν να δοθούν κίνητρα για την ενασχόληση µε άλλες δραστηριότητες που σχετίζονται µε ορεινές και δασικές εκτάσεις, όπως είναι η εµπορία µανιταριών, δασικών καρπών κτλ. Τέλος, όπως επισηµάνθηκε και σε προηγούµενο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, χρειάζεται ο θεσµικός καθορισµός ποιοτικών κριτηρίων για τα δασικά προϊόντα έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς και να εξασφαλίζουν υψηλότερα εισοδήµατα στους απασχολούµενους στοντοµέα αυτό.


Τέλος, αναφέρθηκε σε προηγούµενο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας ότι στην περίπτωση των ορεινών αγροτικών εκµεταλλεύσεων οι αναδασµοί δεν µπορούν να αποτελέσουν το βασικό εργαλείο αντιµετώπισης των διαρθρωτικών τους προβληµάτων. Προτείνεται όµως η εφαρµογή των «Ολοκληρωµένων Αναδασµών» (Ρόκος 1981, 1999) δηλαδή η διάθεση µε συµβολικό ενοίκιο των εγκαταλειµµένων, εκχερσωµένων ή δασωµένων κτηµάτων στις ορεινές περιοχές, χωρίς απώλεια του ιδιοκτησιακού τους δικαιώµατος, για οµαδικές καλλιέργειες στις οποίες θα µπορούν να απασχολούνται ακτήµονες ή αγρότες ή όσοι αποφασίσουν να επιστρέψουν στον τόπο τους. Η εφαρµογή Ολοκληρωµένων Αναδασµών αφενός µεν δίνει κίνητρο για εγκατάσταση νέων στις ορεινές περιοχές ή συγκρατεί τους ήδη υπάρχοντες αλλά ακτήµονες και αφετέρου αντιµετωπίζει το πρόβληµα που δηµιουργείται από το υπάρχον νοµοθετικό πλαίσιο το οποίο θέλει τις εγκαταλειµµένες γεωργικές εκτάσεις να κηρύσσονται δασικές και τους καµένους βοσκότοπους να αναδασώνονται αδιακρίτως.


Για την ολοκληρωµένη ανάπτυξη της ορεινής γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας και την επιτυχή εφαρµογή κάθε µέτρου, προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη νέων και επαρκούς εργατικού δυναµικού, γεγονός που σχετίζεται µε την ευρύτερα ακολουθούµενη πολιτική για της ορεινές περιοχές όσον αφορά στις υποδοµές, την πρόσβαση στην εκπαίδευση και στην υγεία, τις επικοινωνίες, τις συγκοινωνίες κτλ., δηλαδή ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα (οικονοµία, τεχνολογία, παιδεία, πολιτισµός, έργα κ.α.). Συνοψίζοντας, αυτό που χρειάζεται είναι να γίνει πλήρως κατανοητή η έννοια της αξιοβίωτης ολοκληρωµένης ανάπτυξης, οπότε και η πολιτική γης στους τοµείς της γεωργίας, κτηνοτροφίας και δασοπονίας θα είναι εναρµονισµένη σε αρχές που θα µεγιστοποιούν και θα αναδεικνύουν τις δυνατότητες των ορεινών περιοχών στους τοµείς αυτούς, σε διαλεκτική πάντα αρµονία µε το φυσικό και πολιτισµικό περιβάλλον και µε ιδιαίτερη έµφαση στην τοπική κοινωνία και πρωτοβουλία.

 

Αυτή τη στιγµή και ενώ όλες οι εξαγγελίες αναφέρονται στη «βιωσιµότητα» της Ελληνικής επαρχίας µόλις πρόσφατα ανακοινώθηκαν νέα µέτρα «Κοινωνικής Πολιτικής κατά του αποκλεισµού και της φτώχειας». Σύµφωνα µε αυτά δίδεται ενίσχυση µόνο σε όσους κατοίκους ορεινών και µειονεκτικών περιοχών έχουν οικογενειακό εισόδηµα 750.000 δρχ. και 500.000 δρχ. και είναι 100.000 δρχ. και 200.000 δρχ. αντίστοιχα ή µε άλλα λόγια ενίσχυση 8.330 δρχ. και 16.660 δρχ. το µήνα στις οικογένειες που έχουν µηνιαίο εισόδηµα 62.500 δρχ. και 41.670 δρχ. Όχι µόνο δεν ενισχύεται και προάγεται το βιοτικό επίπεδο των ορεινών περιοχών µε τέτοια µέτρα, αλλά διαιωνίζεται η κατάσταση προσπάθειας «επιβίωσής» τους (είναι άραγε αυτό το νόηµα της «βιώσιµης» ανάπτυξης;), τη στιγµή που η συσσώρευση του κεφαλαίου στους λίγους συνεχίζεται και εντείνεται διαρκώς.


Τέλος, τίθεται το ερώτηµα κατά πόσο µπορούµε πλέον να αναφερόµαστε σε ανάπτυξη από τη βάση, υπό το πρίσµα της Ε.Ε. και της υποχρέωσης της χώρας να εναρµονίζεται µε τις εξαγγελίες της. Όσον κι αν ασκούνται πιέσεις από τα ανώτερα επίπεδα διοίκησης, οι τοπικοί φορείς, ιδιαίτερα εάν απαρτίζονται από ανθρώπους ικανούς και συνειδητοποιηµένους, µπορούν εκµεταλλευόµενοι τα κοινοτικά προγράµµατα και οποιαδήποτε άλλη ευκαιρία
δίδεται από το κράτος, την κοινότητα ή από άλλο φορέα, να αναδείξουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες, να συγκρατήσουν ή ακόµα και να αυξήσουν τον τοπικό πληθυσµό και να θέσουν τα θεµέλια για την αξιοβίωτη ολοκληρωµένη ανάπτυξη του τόπου τους, όπως συµβαίνει µε τηνπεριοχή του Μετσόβου.

 

 



 

Βιβλιογραφία
European Commission, 1999. European Spatial Development Perspective (ESPD). Towards Balanced and Sustainable Development of the Territory of the European Union. European Communities.
European Commission, 2000a. Agenda 2000. CAP Reform Decisions. Directorate-General of Agriculture. European Commission, 2000b. The CAP Reform - A Policy For The Future. Directorate-
General of Agriculture. Rist, G., 1997. The History of Development. Zed books, London and New York. Schuurman, F.J. (ed.), 1996. Beyond the Impasse. Zed books, London and N. Jersey.
UN Commission for Sustainable Development, 1992. Report of the United Nations Conference on Environment and Development Annex II Agenda 21. Rio de Janeiro, 3-14 June 1992.
Ανυφαντάκης, Ε.Μ., 2000. Ελληνικά Παραδοσιακά Τυριά µε Προστατευόµενη Ονοµασία Προέλευσης (Π.Ο.Π). Εθνική Επιτροπή Γάλακτος Ελλάδος, Αθήνα.
Βαΐτσης, Θ.Α., 1994. Τεχνητοί Λειµώνες και Κτηνοτροφικά Φυτά. Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου: "Κτηνοτροφική Πολιτική. Θέσεις - Προσανατολισµοί". Ιωάννινα 10-12 Νοεµβρίου 1994, ΓΕΩΤΕΕ, Θεσσαλονίκη.
Βαρβαρέσος, Α., 1949. Η Ολοκλήρωσις της Αγροτικής Μεταρρυθµίσεως. Υπουργείο Γεωργίας, Γ. ∆. Γεωργίας, Αθήνα.
∆αλιάνης, Κ., 1983. Μηδική και Τριφύλλια. Εκδ. Γρ. Μπούκας, Αθήνα.
ΕΣΥΕ, 1993. Έρευνες ∆ιάρθρωσης των Γεωργικών Εκµεταλλεύσεων.
Ευρωπαϊκή Ένωση, 1997α. Ενοποιηµένη Απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσηµη Εφηµερίδα C 340 10.11.1997, σσ. 145-172.
Ευρωπαϊκή Ένωση, 1997β. Ενοποιηµένη Απόδοση της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της ΕυρωπαϊκήςΚοινότητας. Επίσηµη Εφηµερίδα C 340 10.11.1997, σσ. 173-308.
Ζιωγάνας, Χρ., 1999. ∆ιάρθρωση της Προσφοράς της Αγροτικής Παραγωγής µε Ορίζοντα το 2010. Στο Η Ελληνική Γεωργία προς το 2010, Επιµ. Ν. Μαραβέγιας, Εκδόσεις Παπαζήση / ΓεωπονικόΠανεπιστήµιοΑθηνών, σελ. 33-77.
Καρανικόλας, Π. και Μαρτίνος Ν., 1999. Χωρική ∆ιαφοροποίηση της Ελληνικής Γεωργίας µε Ορίζοντα το 2010. Στο "Η Ελληνική Γεωργία Προς το 2010", Επιµ. Ν. Μαραβέγιας, Εκδόσεις Παπαζήση / Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών, σελ. 245-292.
Κεµίδης, Κ., 1995. ∆ασική Ιδιοκτησία. Εκδ. Αντ. Σακκουλά, Αθήνα-Κοµοτηνή.
ΚΕΠΕ, 1989. Εκθέσεις για το Πρόγραµµα 1988-1992: ∆ασοπονία. Αθήνα.
ΚΕΠΕ, 1991. Εκθέσεις για το Πρόγραµµα 1988-1992: Περιφερειακή Πολιτική. Αθήνα.
Μαραβέγιας, Ν., 1992. Η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και η Ελληνική Γεωργία στη δεκαετία του '90. Εκδ. Παπαζήση.
Παπαδόπουλος, ∆.Ν., 1957. Η Μηδική. Υπουργείο Γεωργίας, ∆ιεύθυνση Γεωργικών Εφαρµογών και Εκπαιδεύσεως, Αθήνα.
Παπαναστάσης, Β., 1994. Σχέσεις Κτηνοτροφίας και Φυσικού Περιβάλλοντος στον Ορεινό και Ηµιορεινό Χώρο. Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου: «Κτηνοτροφική Πολιτική. Θέσεις - Προσανατολισµοί». Ιωάννινα 10-12 Νοεµβρίου 1994, ΓΕΩΤΕΕ, Θεσσαλονίκη.
Ρόκος, ∆., 1980. Κτηµατολόγιο και Αναδασµός -Πολιτική Γης. Εκδ. Μαυροµµάτης ΕΠΕ, σελ. 276, Αθήνα, και ανατύπωση, 1989, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη.
Ρόκος, ∆., 1981. Νοµοθεσία, ∆ιαδικασίες και Πολιτική Αναδασµού στην Ελλάδα. Α.Π.Θ., ΕργαστήριοΚτηµατολογίου και Αναδασµού, Θεσσαλονίκη.
Ρόκος, ∆., 1989. Κτηµατολόγιο και Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ηµερίδα: "Τοπική Αυτοδιοίκηση και Κτηµατολόγιο", Τ.Ε.Ε., Αθήνα.
Ρόκος, ∆., 1993. Όψεις της πολιτικής γης στην Ελλάδα της δεκαετίας του '80. Κριτική ανάλυση. Προοπτικές. Πρακτικά 3ου Επιστηµονικού Συνεδρίου: "∆ιαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήµερα", Ίδρυµα Σάκη Καράγιωργα, Πάντειο Πανεπιστήµιο Πολιτικών και ΚοινωνικώνΕπιστηµών, Αθήνα 27-29.11.1991.
Ρόκος, ∆., 1994. Η Πολιτική Γης της Περιόδου 1945-1967. Κοινωνικοπολιτικά Αίτια και "Αναπτυξιακές" και Περιβαλλοντικές Προεκβολές. Πρακτικά, 4ου Επιστηµονικού Συνεδρίου: "Η Ελληνική Κοινωνία κατά την Πρώτη Μεταπολεµική Περίοδο 1945-1967", Ίδρυµα Σάκη Καράγιωργα, Πάντειο Πανεπιστήµιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστηµών, 24-27.11.1994, Αθήνα., σελ. 533-560.
Ρόκος, ∆., 1996. Φωτοερµηνεία - Τηλεπισκόπηση. Ε.Μ.Π. Εργαστήριο Τηλεπισκόπησης, Αθήνα.
Ρόκος, ∆., 1998α. Η ∆ιεπιστηµονικότητα στην Ολοκληρωµένη Προσέγγιση και Ανάλυση της Ενότητας της Φυσικής και της Κοινωνικοοικονοµικής Πραγµατικότητας. Στο Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων, Τοµέας Φιλοσοφίας "Φιλοσοφία, Επιστήµες και Πολιτική", 24-27.5.1996, Συγκοµιδή προς τιµήν του Οµότιµου Καθηγητή Ευτ. Μπιτσάκη (επιµ. Π.Νούτσος), Εκδ. Τυπωθήτω-Γ. ∆αρδάνος, σελ. 403-437, Αθήνα, 1998.
Ρόκος, ∆., 1998β. Τεχνολογία, Πολιτισµός και Αποκέντρωση. Μια απόπειρα ολοκληρωµένης θεώρησης, προσέγγισης και ανάλυσης των πολυδιάστατων σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεών τους στα επίπεδα της πολιτικής και της κοινωνίας. 2ο ∆ιεπιστηµονικό Συνέδριο "Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για το Μέτσοβο. Τεχνολογία, Πολιτισµός και Αποκέντρωση", Ε.Μ.Πολυτεχνείο -∆ήµος Μετσόβου, 3¬6.6.1998, Συνεδριακό Κέντρο Μετσόβου, Μέτσοβο, Εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ.65-86, Αθήνα, 2001.
Ρόκος, ∆., 1999. Θεµελιώδεις Προϋποθέσεις για ένα Σχέδιο Αξιοβίωτης Ολοκληρωµένης Ανάπτυξης. Η Περίπτωση µιας Ελληνικής Περιφέρειας. Από τη Θεωρία στην Πράξη. Προσκεκληµένη Εισήγηση στο 6ο Παγκόσµιο Πανηπειρωτικό Συνέδριο, Ηγουµενίτσα 26-29 Αυγούστου 1999.
Υ.ΠΕ.ΧΩ.∆.Ε., 2000. Οι ∆υναµικές των Ορεινών και Προβληµατικών Περιοχών στο Πλαίσιο των Γενικότερων Εξελίξεων και Μετασχηµατισµού του Αγροτικού Χώρου. Χωροταξική Μελέτη. Αθήνα.
Υπουργείο Γεωργίας, 1992. Αποτελέσµατα Πρώτης Εθνικής Απογραφής ∆ασών. ∆ιεύθυνση ∆ασικού κτηµατολογίου, ∆ασολογίου Χαρτογράφησης, Απογραφής & Ταξινόµησης ∆ασών & δασικών Εκτάσεων. Αθήνα.
Υπουργείο Γεωργίας, 1999. Σχέδιο Περιφερειακής Ανάπτυξης για τον Πρωτογενή Τοµέα: 2000-2006. Αθήνα.
Υπουργείο Γεωργίας, 2001. Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Αγροτική Ανάπτυξη - Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006». Αθήνα.

 


 

 

Κοινωνική Δικτύωση

Όλα τα
Facebook του δικτύου

fb trnsp

Ενδιαφέροντα Blogs

Όλα τα
Blogs του δικτύου

blog trnsp

Hellas2Day

hellasday2

ILoveAthens

i love athens

Βασίλης Τακτικός

Βασίλης Τακτικός - προσωπικός ιστότοπος

Συνδεδεμένοι

Έχουμε 19 επισκέπτες συνδεδεμένους

Επιισκέπτες

web counter