Τρίτος Τομέας: Ανακουφίζει από την Ύφεση, Θέτει Βάσεις για Μακροπρόθεσμη Ανάπτυξη |
Πέμπτη, 03 Ιανουάριος 2013 16:45 |
Παρακολουθώντας καθημερινά τον τρόπο με τον οποίο ΗΠΑ και ΕΕ αντιμετωπίζουν την οικονομική κρίση, παρατηρούμε ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις προσπαθούν να ξεπεράσουν την ύφεση προσφεύγοντας σε μέτρα χρηματοδοτικής ενίσχυσης εκείνων των οικονομικών κλάδων του ιδιωτικού τομέα οι οποίοι πλήττονται άμεσα. Για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την καταπολέμηση της αυξανόμενης ανεργίας, μέτρα όπως τα παραπάνω είναι απαραίτητα και χρήσιμα, όμως δεν είναι τα μόνα ικανά να σταθεροποιήσουν μια οικονομία, πόσο μάλλον να ανακουφίσουν την κοινωνία από τις συνέπειες της ύφεσης. Ο τρίτος τομέας, γνωστός αλλιώς ως εθελοντικός ή μη κερδοσκοπικός, αποτελεί μια μη προφανή, όμως σημαντική και ανεξερεύνητη διέξοδο από την οικονομική κρίση. Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, ο τρίτος τομέας αποτελεί τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Κοινωνία των Πολιτών. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η Διαδικτυακή Πύλη για την Κοινωνική Οικονομία στην Ελλάδα, ο τρίτος τομέας περιλαμβάνει όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας που αναλαμβάνεται από μη κερδοσκοπικούς, μη κυβερνητικούς οργανισμούς, κοινωνικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς και διάφορους τύπους ενώσεων, οι οποίες στηρίζονται στην αυτοοργάνωση των πολιτών και στην εθελοντική προσφορά υπηρεσιών στη βάση της αλληλεγγύης και της συνεργασίας. Επιχειρεί δε να καλύψει τους «κενούς χώρους» που αφήνουν μεγάλα τμήματα της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, συνήθως κοινωνικού χαρακτήρα, των οποίων η παραγωγή και η διάθεση από τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς κρίνεται ασύμφορη, η δε παροχή τους από το κράτος πολλές φορές ανέφικτη. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα θεσμού του τρίτου τομέα που καλύπτει κενά στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα, μολονότι ακόμα σε πρωτόλεια μορφή, είναι ο Συνήγορος του Εργαζόμενου της Γενιάς των 700 ευρώ. Παρέχοντας δωρεάν πληροφόρηση πάνω σε εργασιακά, μισθολογικά και διαδικαστικά νομικά και λογιστικά θέματα, ο ΣΕ βοηθάει αρκετούς εργαζόμενους όλων των ηλικιών να κατανοήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, απαλάσσοντάς τους από ένα σημαντικό κόστος σε χρόνο και χρήμα, το οποίο σε περίπτωση που προσέφευγαν σε κάποια δημόσια υπηρεσία ή επαγγελματία θα έπρεπε να αναλάβουν ατομικά. Σήμερα, με την απασχόληση να δέχεται ισχυρό πλήγμα, και την εκ περιτροπής εργασία με την αναγκαστική περικοπή ωρών εργασίας και αμοιβών να γίνονται συνήθεις πρακτικές, ο Συνήγορος του Εργαζόμενου αποκτάει ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική χρησιμότητα. Ο Συνήγορος του Εργαζόμενου της Γενιάς των 700 ευρώ, όμως, αποτελεί αμελητέο ίχνος μπροστά στο τεράστιο μέγεθος του τομέα της «αλληλέγγυας οικονομίας», τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα. Για να κατανοήσουμε για τι μεγέθη μιλάμε, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι στις ΗΠΑ ο τρίτος τομέας ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τον ιδιωτικό στο χώρο της υγείας, της εκπαίδευσης, των κοινωνικών υπηρεσιών και του πολιτισμού. Στην Αγγλία, η προστιθέμενη αξία του τομέα της κοινωνικής οικονομίας είναι μεγαλύτερη από αυτή της αυτοκινητοβιομηχανίας, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι αποτελεί και μεγαλύτερο εργοδότη από τις τράπεζες αλλά και τις κατασκευαστικές εταιρείες. Στο σύνολο της Ευρώπης ο τομέας συγκεντρώνει το 10% περίπου της συνολικής απασχόλησης. Στην Ελλάδα ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται σε καμία από τις επίσημες στατιστικές ως διακριτή κατηγορία. Ωστόσο σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ερευνητικού προγράμματος της ΕΕ "Organised Civil Society and European Governance" (2001) εκτιμάται ότι ο τρίτος τομέας στην Ελλάδα απασχολεί περίπου το 1,5% του συνόλου των εργαζόμενων, μέγεθος μικρό σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο διόλου αμελητέο, δεδομένου ότι ο συνολικός αριθμός των 70 χιλιάδων περίπου εργαζόμενων στον οποίο αναλογεί, ξεπερνά κατά πολύ το μέγεθος μεγάλων επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα όπως η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ. Επιστρέφοντας στα της οικονομικής κρίσης, έχει αποδειχθεί στο παρελθόν ότι ο τρίτος τομέας είναι πολύ πιο ευκίνητος και αρκετά αποτελεσματικός κατά τη διάρκεια υφέσεων ειδικά σε ό,τι αφορά την υποστήριξη της κοινότητας και τη βοήθεια των πολιτών να τα βγάλουν πέρα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Αγγλίας στις αρχές της δεκαετίας του '90, όπου οι κοινωνικές επιχειρήσεις είτε βοηθούσαν ανέργους και άπορους πολίτες να ορθοποδήσουν, είτε κάλυπταν τα κενά από τη μειωμένη ζήτηση γης ή κτιρίων από τον επιχειρηματικό κόσμο. Στις ΗΠΑ την ίδια εποχή, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί στήριξαν σημαντικά την απασχόληση και την κίνηση της αγοράς στους τομείς της υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικών υπηρεσιών, προσφέροντας ένα σημαντικό δίχτυ προστασίας στους πολίτες της χώρας. Στις 12 Φεβρουαρίου 2008, η Βρετανία η οποία σημειωτέον διαθέτει και Υπουργό Κοινωνικής Οικονομίας (Minister of the Third Sector) ανακοίνωσε τη δημιουργία ειδικού Ταμείου Αντιμετώπισης της Ύφεσης για τις οργανώσεις του Τρίτου Τομέα (Third Sector Recession Fund), ύψους 42,5 εκατομυρρίων λιρών. Στόχος είναι η ταχεία ανακούφιση των πολιτών σε περιοχές που πλήττονται άμεσα από την ύφεση μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρού διχτυού κοινωνικής προστασίας σε άπορους, την παροχή συμβουλών, εκπαίδευσης και επανακατάρτισης σε ανέργους, τη στήριξη της απασχόλησης μέσω της κοινωνικής εργασίας, καθώς και την αναδιάρθρωση και συγχώνευση ενεργών οργανώσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω κρίσης. Ταυτόχρονα, μέσω των mutual insurance companies, mutual savings and loans associations και των joint stock companies παρέχονται χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που λειτουργούν ως εναλλακτικός παράγοντας σταθεροποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος. Στην Ευρώπη ο τρίτος τομέας θα μπορούσε να διαδραματίσει ισχυρότερο ρόλο σε τρία βασικά πεδία. Πρώτον, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αναπτύσσοντας τη μικροπίστωση (micro-credit) και λειτουργώντας ανταγωνιστικά ως προς τους κερδοσκοπικούς οργανισμούς στο κομμάτι της παροχής ρεσυτότητας. Δεύτερον, μπορεί να ανακουφίσει τους πολίτες από τις συνέπειες της ανεργίας, διοχετεύοντας πόρους και αναπτύσσοντας δραστηριότητες κοινωνικής εργασίας, δεδομένου ότι είναι σε θέση να ανταποκριθεί πολύ πιο γρήγορα και άμεσα σε ανάγκες τοπικού χαρακτήρα ή κοινωνικές ανάγκες τμημάτων του πληθυσμού σε σύγκριση με τις αργές κρατικές υπηρεσίες. Τρίτον μπορεί να διοχετεύσει επενδυτικά κεφάλαια στην ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας και την προστασία του περιβάλλοντος συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην επόμενη ημέρα για την παγκόσμια ανάπτυξη. Το τελευταίο αυτό σημείο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Η κοινωνική οικονομία πέρα από εργαλείο ανακούφισης από τις συνέπειες της κρίσης, δυνητικά μπορεί να αποτελέσει σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο. Ο πρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικών Τάσεων της Ουάσινγκτον, Τζέρεμι Ρίφκιν, με τον οποίο είχαμε την τύχη να συνομιλήσουμε το περασμένο καλοκαίρι στο πλαίσιο των εργασιών της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, έχει διατυπώσει σχετικές προτάσεις ήδη από το 1995. Συγκεκριμένα κάνει λόγο για έναν τομέα της οικονομίας βασισμένο σε συνεταιριστικά διαρθρωμένες οικονομικές μονάδες, οι οποίες δε θα στοχεύουν πρωτίστως στην αύξηση των κερδών τους, αλλά στην ικανοποίηση σημαντικών κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων που αδυνατεί να παρέχει με επιτυχία τόσο το κράτος όσο και η αγορά. Φυσικά δεν είχε στο μυαλό του την αποτυχημένη εκδοχή του κομματικοποιημένου και κεντρικά ελεγχόμενου ελληνικού συνεταιριστικού πειράματος της δεκαετίας του ’80, ούτε των εξαρτώμενων για τη βιωσιμότητα τους από το κράτος κοινοπρακτικών σχημάτων στον αγροτικό τομέα και τον τομέα της πρόνοιας σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Αυτό που οραματίζεται ο Ρίφκιν είναι ένας ζωντανός, τεχνολογικά προηγμένος και με ασφαλείς εργασιακές σχέσεις οικονομικός τομέας. Στην Αγγλία ο τρίτος τομέας αποτελεί μια πραγματική οικονομική δύναμη με 865,000 οργανώσεις και ένα εργατικό δυναμικό που φτάνει τα 1,35 εκατομύρια εργαζόμενους, 6,4% της συνολικής απασχόλησης, και συνολικό ετήσιο εισόδημα £108.9 δις. Εξ' αυτών οι 55.000 είναι κοινωνικές επιχειρήσεις (Social Enterprises) διαφόρων νομικών μορφών, οι οποίες έχουν ετήσιο τζίρο 27 δις λίρες, αποτελούν το 5% των επιχειρήσεων με εργαζόμενους και συνεισφέρουν 8,4 δις λίρες ετησίως στο ΑΕΠ. Το 2005 δημιουργήθηκε για πρώτη φορά εδώ και 100 χρόνια νέα νομική μορφή εταιρείας, η λεγόμενη «Community Interest Company» (cic) και τον Ιούλιο του 2008 λειτουργούσαν ήδη 233 τέτοιες επιχειρήσεις με ένα εισόδημα ύψους 161 εκ λιρών το χρόνο και 957 άτομα προσωπικό. Στις Σκανδιναβικές χώρες αντίστοιχα οι συνεταιρισμοί κοινωνικών σκοπών και ανθρωπιστικής αποστολής αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του επίσημου κοινωνικού κράτους, ενώ στις ΗΠΑ ο τομέας αυξάνει συνεχώς την παραγωγή προστιθέμενης αξίας στους κλάδους υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικών υπηρεσιών, έρευνας και τεχνολογίας με έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη, ψυχαγωγίας και πολιτισμού. Βέβαια, για να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, πρέπει να ικανοποιηθεί απαραίτητα μια βασική προϋπόθεση. Ο τρίτος τομέας, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να αφομοιώσει γρήγορα το νέο του ρόλο του στη σύγχρονη εποχή και να αποβάλει έμπρακτα τη ρετσινιά τόσο του κρατικοδίαιτου συναιτεριστικού κινήματος όσο και του αδιαφανούς και αναποτελεσματικού μηχανισμού αναδιανομής δημόσιου χρήματος ή ξεπλύματος πολιτικού και φοροδιαφεύγοντος μαύρου χρήματος. Τέλος και όχι λιγότερο σημαντικά η συμβολή του στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη προϋποθέτει την πολιτική βούληση για έξοδο από το σημερινό θεσμικό περιβάλλον "χύμα" και τη δημιουργία ενός απλού, ενιαίου κι ευέλικτου πλαισίου νόμων, κινήτρων και υποστηρικτικών μηχανισμών για την άνθιση του. |